ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ - Καλλιθέα
Σύλλογος Ηπειρωτών Καλλιθέας, Πλατεία Δαβάκη, 28/6/2015
Λίγα λόγια για τον Ηπειρώτικο Γάμο:
Ο γάμος είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ηπειρώτες.
Η ηλικία των γυναικών, που ήταν κατάλληλη για παντρειά, ήταν συνήθως μετά το 16ο έτος της ηλικίας τους, αφού είχαν ετοιμάσει την προίκα τους, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
Τα περισσότερα συνοικέσια γίνονταν τις ημέρες των πανηγυριών. Τα πολλά πανηγύρια, που γίνονταν, εξυπηρετούσαν και την σκοπιμότητα αυτή, δηλαδή να δουν και να σχεδιάσουν τα πιθανά προξενιά.
Η επιδίωξη όλων ήταν οι μελλόνυμφοι να προέρχονται από το ίδιο χωριό. Κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού. Αν απορρίπτονταν, έμενε αυτό μυστικό, για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα. Αν συμφωνούσαν, το ανακοίνωναν στον άλλο υπεύθυνο του προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι και έπειτα το μάθαιναν και οι υπόλοιποι.
Στην συνέχεια, συναντιούνται οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο πλευρών - συνήθως στο σπίτι του γαμπρού - για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν το μέγεθος της προίκας. Πολύ παλιότερα, συνέτασσαν και το προικοσύμφωνο.
Μετά τον αρραβώνα και αφού τα είχαν συζητήσει στο προξενιό, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στης νύφης για να καταγράψουν τα συμφωνηθέντα σε χαρτί.
Γάμος:
Προσκαλούσαν τον κόσμο προφορικά, δηλαδή δεν έφτιαχναν προσκλήσεις. Πήγαινε ένας από σπίτι σε σπίτι και έκανε την δουλειά αυτή.
Πέμπτη- προικιά:
Την Πέμπτη, οι φίλες της νύφης πήγαιναν σπίτι της. Έκαναν στοίβα το προικιό (σε «γίκο») δηλαδή διπλωμένα τα υφάσματα κ.λπ., το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω - κάτω έβαζαν τα πιο χοντρά και πιο πάνω τα λεπτότερα. Από πάνω γέμιζαν με μαξιλάρια, ενώ στο κάτω μέρος έβαζαν πάλι μαξιλάρια, αλλά για άλλες χρήσεις, που ήταν φτιαγμένα ή κεντημένα στον αργαλειό ή στο χέρι ή πλεκτά.
Στα κρεβάτια άπλωναν τα κεντήματα, τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις πετσέτες τις ποδιές κ.ά. Τα φορέματα τα τοποθετούσαν κρεμαστά. Ετοίμαζαν και τις πλεκτές κάλτσες (Τσιουρέπια), που προορίζονταν για δώρα στο σόι του γαμπρού. Μπορεί να ήταν 80-100-120 ζευγάρια, ανάλογα με το πόσο μεγάλο ήταν στο σόι του.
Στα στοιχεία των προκαθορισμένων διαδικασιών συγκαταλέγεται και «η κασέλα».
Η κασέλα είναι ένα ξύλινο μακρόστενο κιβώτιο, με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε, στο οποίο φύλασσαν τακτοποιημένα ρούχα και υφάσματα. Οι συγγενείς του γαμπρού ανέκαθεν την έπαιρναν μαζί με τα προικιά από την νύφη, μέχρι το 1955 σχεδόν. Στην πάνω δεξιά μεριά (της στενής πλευράς) είχε ένα παταράκι, σαν κουτάκι, 7-8 εκατοστών πλάτους και ύψους, που ονομαζόταν «παράκλα» και από την αριστερή πλευρά, ένα σανιδάκι καρφωμένο για να στηρίζει το κάλυμμα της κασέλας, όταν ήταν ανοιχτή. Όταν η κασέλα σταμάτησε να αποτελεί μέρος της προίκας, αντικαταστάθηκε από καλοφτιαγμένη ντουλάπα.
Παρασκευή
Την Παρασκευή έρχονταν οι συμπέθεροι (σόι του γαμπρού) για να πάρουν την προίκα. Αφού τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, η μητέρα του έριχνε ρύζι και τα έκαναν πάλι στοίβα (γίκο). «Έστρωναν το κρεβάτι» και τακτοποιούσαν τα πράγματα στις θέσεις τους. Μόλις έστρωναν το κρεβάτι έριχναν πάνω ένα αγοράκι μικρό για να κάνει η νύφη αγόρι. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ήταν να πάρουν πρώτα το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Αν αυτό δεν παραλαμβανόταν, μπορεί να χαλούσε και ο γάμος.
Σάββατο - νύφη
Το βράδυ του Σαββάτου γινόταν το γλέντι στην νύφη. Η οικογένεια του κάθε προσκεκλημένου έφερνε ένα «πόδι» κρέας πρόβειο (ένα τέταρτο του ζώου) και από ένα ταψί ψωμί. Μερικοί έφερναν και κρασί. Πριν έρθουν τα όργανα, τραγουδούσαν οι άντρες και οι γυναίκες σε αντιφώνηση (μία φορά οι γυναίκες και μία οι άντρες). Τραγούδια καθιστικά περισσότερο. Όταν έλεγαν χορευτικό τραγούδι, το χόρευαν. Μετά έρχονταν τα όργανα. Έμπαιναν στο χορό ανά παρέες, συνήθως ανά οικογένειες. Άντρες και γυναίκες μαζί (πιο ελεύθερα, όχι όπως στο πανηγύρι, στον προκαθορισμένο διπλοκάγγελο ή τριπλοκάγγελο χορό). Ένας είχε την ευθύνη να κρατά και να δίνει την σειρά για τον χορό. Άλλος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό και λέγονταν κελαρτζής. Έκοβε το κρέας, που έφερναν οι καλεσμένοι, σε μερίδες και μετά το τσιγάριζαν στο ταψί. Μετά, έφτιαχναν το γνωστό γιαχνί.
Πριν από το φαγητό, ερχόταν το συμπεθεριό (συγγενείς του γαμπρού), αποτελούμενο από 10-15 περίπου άτομα. Έστρωναν το τραπέζι και αφού τελείωναν το φαγητό, τραγουδούσαν το τραγούδι «Σε τούτη την τάβλα πούμαστε» σε δύο παρέες, μία φορά η μία και μία φορά η άλλη. Το φαγητό το τοποθετούσαν 2 άτομα στα πιάτα. Πρώτα σερβιριζόταν το ρύζι. Νέα παιδιά (5-6 άτομα), που φορούσαν καρό ασπροκόκκινη ποδιά (και λιγότερο μπλε άσπρο), κάθονταν στην σειρά και ο ένας έδινε στον άλλο το πιάτο, ώσπου να φτάσει στο τραπέζι. Εκεί κάποιος μεγαλύτερος είχε την ευθύνη σε ποιόν θα δοθεί , ανάλογα με την σειρά. Μόλις τελείωνε το πρώτο πιάτο, μάζευαν τα σκεύη και τα έπλεναν, ώστε να χρησιμοποιηθούν στο δεύτερο πιάτο. Το ίδιο και στο τρίτο. Στο τέλος, στο τέταρτο, σερβιριζόταν το κρέας. Έπιναν κρασί ή ούζο. Χαρακτηριστικά, ο κελαρτζής έλεγε ότι «δεν φτάνει το ένα, δεν φτάνει το άλλο», για να μην μεθύσουν.
Κυριακή- ο γάμος
Ο γάμος γινόταν συνήθως μετά το μεσημεριανό, νωρίς το απόγευμα. Ένας λόγος ήταν ότι μετά θα ακολουθούσε τραπέζι στους προσκεκλημένους.
Υπήρχαν και οι περιπτώσεις που γίνονταν στέφανα και στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από μακριά, τα στέφανα γίνονταν στον τόπο της νύφης.
Το πρωί της Κυριακής, ετοιμάζονταν φαγητά για το μεσημέρι. Συνήθως ετοίμαζαν το παραδοσιακό γιαχνί και κρέας με ρύζι. Μετά, τα όργανα πήγαιναν στον γαμπρό. Όλο μαζί το συμπεθεριό (του γαμπρού) με τα όργανα πήγαιναν στο νουνό για να τον πάρουν.
Όταν ντυνόταν η νύφη, πιο παλιά, κρατούσε στην ποδιά της ασημένιο δίσκο. Ο πατέρας έριχνε στο κεφάλι της σταυρωτά λίγο κρασί. Μετά, οι υπόλοιποι σταύρωναν με κέρματα το κεφάλι της και τα έριχναν στο δίσκο. Έλεγαν και το τραγούδι, «ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου». Παλιά, οι νύφες φορούσαν φορέματα κόκκινα ή μπλε. Όταν ήταν κόκκινο το φόρεμα, η νύφη φορούσε μπλε ποδιά, κεντημένη με δαντέλα γύρω-γύρω, ενώ, όταν ήταν μπλε το φόρεμα, ήταν κόκκινη η ποδιά. Στην αριστερή πλευρά, 7-8 πόντους κάτω από τη μέση, καρφίτσωναν ένα τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το κρατούσε η νύφη, ακουμπώντας το με τα δάχτυλα στην πάνω μεριά του. Στο κεφάλι φορούσαν Γιαννιώτικο μαντήλι, μαύρο με «κλάρα», δεμένο «πεταλούδα». Το στερέωναν με καρφίτσες, που είχαν μαύρο «κεφαλάκι». Φυσικά, η νύφη είχε κοτσίδες μέχρι την μέση και πιο κάτω. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες αγοραστές και παπούτσια, άλλες με λουράκι και άλλες γόβα.
Στα μετέπειτα χρόνια, οι νύφες φορούσαν άσπρο φόρεμα, πέπλο, κραγιόν και τα μακριά μαλλιά, που δεν τα είχαν κόψει ακόμα, τα μάζευαν σε μπούκλες γύρω στο δάχτυλο και τα έπιαναν με τσιμπιδάκι. Η νύφη τα βλέφαρα δεν τα σήκωνε και κοιτούσε όλο κάτω.
Στο γάμο, ο βλάμης ήταν μεταξύ των πρώτων παρευρισκομένων. Σε χωριά της Ηπείρου, ο βλάμης πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού με την συνοδεία των οργάνων, που έστελνε ο γαμπρός. Σε όλη την διάρκεια του γάμου, ο βλάμης, μαζί με το νουνό, ήταν κοντά στο γαμπρό.
Ο γαμπρός φορούσε κοστούμι μπλε, ριγέ πουκάμισο και σκαρπίνια παπούτσια (παλιότερα δεν φορούσαν γραβάτα, η οποία προστέθηκε αργότερα).
Ένα αγοράκι 10-15 χρονών περίπου είχε ένα ασημένιο δίσκο στο κεφάλι και τον κρατούσε με τα χέρια. Στον δίσκο είχε τα στέφανα ανάμεσα σε ρύζι, κουφέτα και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Από πάνω ο δίσκος ήταν σκεπασμένος με φανταχτερό πανί. Ο κόσμος που ήταν προσκεκλημένος στον γάμο (ψίκι), μαζί με τον βλάμη και τον γαμπρό, ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Τα όργανα τραγουδούσαν στον δρόμο διάφορα τραγούδια. Όταν έφταναν στης νύφης, έλεγαν το «Ξύπνα περδικ(λ)ομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου». Ο Βλάμης, που ήταν φίλος του γαμπρού, φορούσε στην νύφη τα παπούτσια τα νυφιάτικα, που ήταν, όμως, δώρο του γαμπρού. Μετά, πιάνοντας αγκαζέ την νύφη, από τη μία μεριά ο πατέρας και από την άλλη η μάνα, έβγαιναν έξω από την πόρτα. Τότε γυρνούσε η νύφη προς την πόρτα και προσκυνούσε 3 φορές, δηλαδή έσκυβε λίγο. Η μάνα της έριχνε ρύζι και κουφέτα που είχε σ' ένα πιάτο και το έσπαγε στο έδαφος. Μετά, την έπιαναν πάλι αγκαζέ 2 νέα άτομα, τα αδέλφια, αν είχε, ή στενός συγγενής. Τα όργανα έλεγαν το "Αφήνω γεια μανούλα μου". Πολλοί έκλαιγαν γιατί έφευγε η νύφη από τους δικούς της. Όταν έφταναν στην εκκλησία, την έπιαναν από δεξιά αγκαζέ ο γαμπρός και από αριστερά ο νουνός. Αφού γίνονταν τα στέφανα, ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα όργανα , τα νιόγαμπρα και όλοι οι συμπέθεροι.
Όταν έφταναν τα όργανα στο καινούριο σπίτι (του γαμπρού), έλεγαν το «Έβγα κυρά-κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα». Έβγαινε η πεθερά με ένα πιάτο, που περιείχε ρύζι και κουφέτα, τα οποία έριχνε πάνω στα νιόγαμπρα. Η νύφη με το τακούνι έσπαγε το πιάτο και, μετά, έμπαινε μέσα. Κατόπιν, έβαζαν την νύφη στον χορό, σε διπλή σειρά με μέσα τις γυναίκες και έξω τους άντρες, ο γαμπρός χόρευε και κρατούσε για χορό όλους του άντρες και ανάλογα η νύφη τις γυναίκες. Κατόπιν, οι συγγενείς της νύφης έφευγαν, για να γυρίσουν το βράδυ και να συμμετάσχουν στην «χαρά». Όποιος είχε την οικονομική άνεση κρατούσε τα όργανα και για το βράδυ. Όπως γινόταν το γλέντι στης νύφης το Σάββατο το βράδυ, τα ίδια γίνονταν και στου γαμπρού την Κυριακή το βράδυ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια του γλεντιού, δίπλα από τη νύφη καθόταν πάντα μια γυναίκα, που μπορεί να ήταν η αδερφή της, αν είχε ή μια εξαδέλφη της.
Τα πιο πολλά δώρα του γάμου ήταν χαλκώματα. Ταψί, κατσαρόλα, νταβάς, σουρωτήρι, γκιούμι (σκεύος με χερούλι με κάλυμμα για νερό), κανάτα και γυαλικά.
Στους αυστηρά προβλεπόμενους άγραφους κανόνες, ιδίως σε ό,τι αφορούσε την νύφη, περιλαμβανόταν και ο τρόπος, με τον οποίο εκφωνούσε τους καινούριους συγγενείς: «Πατέρα» τον πεθερό, «μάνα» την πεθερά, «αφέντη» όλους τους άρρενες, «κυρά» όλες τις γυναίκες. Απαντούσε πάντα με το «όρσε» (ορίστε) όταν την καλούσαν και απαγορευόταν να περάσει μπροστά από τους καθιστούς άντρες.
Κωνσταντίνος Κωνής
Αντιπρόεδρος Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος
Read MoreΛίγα λόγια για τον Ηπειρώτικο Γάμο:
Ο γάμος είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ηπειρώτες.
Η ηλικία των γυναικών, που ήταν κατάλληλη για παντρειά, ήταν συνήθως μετά το 16ο έτος της ηλικίας τους, αφού είχαν ετοιμάσει την προίκα τους, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
Τα περισσότερα συνοικέσια γίνονταν τις ημέρες των πανηγυριών. Τα πολλά πανηγύρια, που γίνονταν, εξυπηρετούσαν και την σκοπιμότητα αυτή, δηλαδή να δουν και να σχεδιάσουν τα πιθανά προξενιά.
Η επιδίωξη όλων ήταν οι μελλόνυμφοι να προέρχονται από το ίδιο χωριό. Κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού. Αν απορρίπτονταν, έμενε αυτό μυστικό, για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα. Αν συμφωνούσαν, το ανακοίνωναν στον άλλο υπεύθυνο του προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι και έπειτα το μάθαιναν και οι υπόλοιποι.
Στην συνέχεια, συναντιούνται οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο πλευρών - συνήθως στο σπίτι του γαμπρού - για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν το μέγεθος της προίκας. Πολύ παλιότερα, συνέτασσαν και το προικοσύμφωνο.
Μετά τον αρραβώνα και αφού τα είχαν συζητήσει στο προξενιό, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στης νύφης για να καταγράψουν τα συμφωνηθέντα σε χαρτί.
Γάμος:
Προσκαλούσαν τον κόσμο προφορικά, δηλαδή δεν έφτιαχναν προσκλήσεις. Πήγαινε ένας από σπίτι σε σπίτι και έκανε την δουλειά αυτή.
Πέμπτη- προικιά:
Την Πέμπτη, οι φίλες της νύφης πήγαιναν σπίτι της. Έκαναν στοίβα το προικιό (σε «γίκο») δηλαδή διπλωμένα τα υφάσματα κ.λπ., το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω - κάτω έβαζαν τα πιο χοντρά και πιο πάνω τα λεπτότερα. Από πάνω γέμιζαν με μαξιλάρια, ενώ στο κάτω μέρος έβαζαν πάλι μαξιλάρια, αλλά για άλλες χρήσεις, που ήταν φτιαγμένα ή κεντημένα στον αργαλειό ή στο χέρι ή πλεκτά.
Στα κρεβάτια άπλωναν τα κεντήματα, τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις πετσέτες τις ποδιές κ.ά. Τα φορέματα τα τοποθετούσαν κρεμαστά. Ετοίμαζαν και τις πλεκτές κάλτσες (Τσιουρέπια), που προορίζονταν για δώρα στο σόι του γαμπρού. Μπορεί να ήταν 80-100-120 ζευγάρια, ανάλογα με το πόσο μεγάλο ήταν στο σόι του.
Στα στοιχεία των προκαθορισμένων διαδικασιών συγκαταλέγεται και «η κασέλα».
Η κασέλα είναι ένα ξύλινο μακρόστενο κιβώτιο, με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε, στο οποίο φύλασσαν τακτοποιημένα ρούχα και υφάσματα. Οι συγγενείς του γαμπρού ανέκαθεν την έπαιρναν μαζί με τα προικιά από την νύφη, μέχρι το 1955 σχεδόν. Στην πάνω δεξιά μεριά (της στενής πλευράς) είχε ένα παταράκι, σαν κουτάκι, 7-8 εκατοστών πλάτους και ύψους, που ονομαζόταν «παράκλα» και από την αριστερή πλευρά, ένα σανιδάκι καρφωμένο για να στηρίζει το κάλυμμα της κασέλας, όταν ήταν ανοιχτή. Όταν η κασέλα σταμάτησε να αποτελεί μέρος της προίκας, αντικαταστάθηκε από καλοφτιαγμένη ντουλάπα.
Παρασκευή
Την Παρασκευή έρχονταν οι συμπέθεροι (σόι του γαμπρού) για να πάρουν την προίκα. Αφού τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, η μητέρα του έριχνε ρύζι και τα έκαναν πάλι στοίβα (γίκο). «Έστρωναν το κρεβάτι» και τακτοποιούσαν τα πράγματα στις θέσεις τους. Μόλις έστρωναν το κρεβάτι έριχναν πάνω ένα αγοράκι μικρό για να κάνει η νύφη αγόρι. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ήταν να πάρουν πρώτα το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Αν αυτό δεν παραλαμβανόταν, μπορεί να χαλούσε και ο γάμος.
Σάββατο - νύφη
Το βράδυ του Σαββάτου γινόταν το γλέντι στην νύφη. Η οικογένεια του κάθε προσκεκλημένου έφερνε ένα «πόδι» κρέας πρόβειο (ένα τέταρτο του ζώου) και από ένα ταψί ψωμί. Μερικοί έφερναν και κρασί. Πριν έρθουν τα όργανα, τραγουδούσαν οι άντρες και οι γυναίκες σε αντιφώνηση (μία φορά οι γυναίκες και μία οι άντρες). Τραγούδια καθιστικά περισσότερο. Όταν έλεγαν χορευτικό τραγούδι, το χόρευαν. Μετά έρχονταν τα όργανα. Έμπαιναν στο χορό ανά παρέες, συνήθως ανά οικογένειες. Άντρες και γυναίκες μαζί (πιο ελεύθερα, όχι όπως στο πανηγύρι, στον προκαθορισμένο διπλοκάγγελο ή τριπλοκάγγελο χορό). Ένας είχε την ευθύνη να κρατά και να δίνει την σειρά για τον χορό. Άλλος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό και λέγονταν κελαρτζής. Έκοβε το κρέας, που έφερναν οι καλεσμένοι, σε μερίδες και μετά το τσιγάριζαν στο ταψί. Μετά, έφτιαχναν το γνωστό γιαχνί.
Πριν από το φαγητό, ερχόταν το συμπεθεριό (συγγενείς του γαμπρού), αποτελούμενο από 10-15 περίπου άτομα. Έστρωναν το τραπέζι και αφού τελείωναν το φαγητό, τραγουδούσαν το τραγούδι «Σε τούτη την τάβλα πούμαστε» σε δύο παρέες, μία φορά η μία και μία φορά η άλλη. Το φαγητό το τοποθετούσαν 2 άτομα στα πιάτα. Πρώτα σερβιριζόταν το ρύζι. Νέα παιδιά (5-6 άτομα), που φορούσαν καρό ασπροκόκκινη ποδιά (και λιγότερο μπλε άσπρο), κάθονταν στην σειρά και ο ένας έδινε στον άλλο το πιάτο, ώσπου να φτάσει στο τραπέζι. Εκεί κάποιος μεγαλύτερος είχε την ευθύνη σε ποιόν θα δοθεί , ανάλογα με την σειρά. Μόλις τελείωνε το πρώτο πιάτο, μάζευαν τα σκεύη και τα έπλεναν, ώστε να χρησιμοποιηθούν στο δεύτερο πιάτο. Το ίδιο και στο τρίτο. Στο τέλος, στο τέταρτο, σερβιριζόταν το κρέας. Έπιναν κρασί ή ούζο. Χαρακτηριστικά, ο κελαρτζής έλεγε ότι «δεν φτάνει το ένα, δεν φτάνει το άλλο», για να μην μεθύσουν.
Κυριακή- ο γάμος
Ο γάμος γινόταν συνήθως μετά το μεσημεριανό, νωρίς το απόγευμα. Ένας λόγος ήταν ότι μετά θα ακολουθούσε τραπέζι στους προσκεκλημένους.
Υπήρχαν και οι περιπτώσεις που γίνονταν στέφανα και στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από μακριά, τα στέφανα γίνονταν στον τόπο της νύφης.
Το πρωί της Κυριακής, ετοιμάζονταν φαγητά για το μεσημέρι. Συνήθως ετοίμαζαν το παραδοσιακό γιαχνί και κρέας με ρύζι. Μετά, τα όργανα πήγαιναν στον γαμπρό. Όλο μαζί το συμπεθεριό (του γαμπρού) με τα όργανα πήγαιναν στο νουνό για να τον πάρουν.
Όταν ντυνόταν η νύφη, πιο παλιά, κρατούσε στην ποδιά της ασημένιο δίσκο. Ο πατέρας έριχνε στο κεφάλι της σταυρωτά λίγο κρασί. Μετά, οι υπόλοιποι σταύρωναν με κέρματα το κεφάλι της και τα έριχναν στο δίσκο. Έλεγαν και το τραγούδι, «ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου». Παλιά, οι νύφες φορούσαν φορέματα κόκκινα ή μπλε. Όταν ήταν κόκκινο το φόρεμα, η νύφη φορούσε μπλε ποδιά, κεντημένη με δαντέλα γύρω-γύρω, ενώ, όταν ήταν μπλε το φόρεμα, ήταν κόκκινη η ποδιά. Στην αριστερή πλευρά, 7-8 πόντους κάτω από τη μέση, καρφίτσωναν ένα τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το κρατούσε η νύφη, ακουμπώντας το με τα δάχτυλα στην πάνω μεριά του. Στο κεφάλι φορούσαν Γιαννιώτικο μαντήλι, μαύρο με «κλάρα», δεμένο «πεταλούδα». Το στερέωναν με καρφίτσες, που είχαν μαύρο «κεφαλάκι». Φυσικά, η νύφη είχε κοτσίδες μέχρι την μέση και πιο κάτω. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες αγοραστές και παπούτσια, άλλες με λουράκι και άλλες γόβα.
Στα μετέπειτα χρόνια, οι νύφες φορούσαν άσπρο φόρεμα, πέπλο, κραγιόν και τα μακριά μαλλιά, που δεν τα είχαν κόψει ακόμα, τα μάζευαν σε μπούκλες γύρω στο δάχτυλο και τα έπιαναν με τσιμπιδάκι. Η νύφη τα βλέφαρα δεν τα σήκωνε και κοιτούσε όλο κάτω.
Στο γάμο, ο βλάμης ήταν μεταξύ των πρώτων παρευρισκομένων. Σε χωριά της Ηπείρου, ο βλάμης πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού με την συνοδεία των οργάνων, που έστελνε ο γαμπρός. Σε όλη την διάρκεια του γάμου, ο βλάμης, μαζί με το νουνό, ήταν κοντά στο γαμπρό.
Ο γαμπρός φορούσε κοστούμι μπλε, ριγέ πουκάμισο και σκαρπίνια παπούτσια (παλιότερα δεν φορούσαν γραβάτα, η οποία προστέθηκε αργότερα).
Ένα αγοράκι 10-15 χρονών περίπου είχε ένα ασημένιο δίσκο στο κεφάλι και τον κρατούσε με τα χέρια. Στον δίσκο είχε τα στέφανα ανάμεσα σε ρύζι, κουφέτα και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Από πάνω ο δίσκος ήταν σκεπασμένος με φανταχτερό πανί. Ο κόσμος που ήταν προσκεκλημένος στον γάμο (ψίκι), μαζί με τον βλάμη και τον γαμπρό, ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Τα όργανα τραγουδούσαν στον δρόμο διάφορα τραγούδια. Όταν έφταναν στης νύφης, έλεγαν το «Ξύπνα περδικ(λ)ομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου». Ο Βλάμης, που ήταν φίλος του γαμπρού, φορούσε στην νύφη τα παπούτσια τα νυφιάτικα, που ήταν, όμως, δώρο του γαμπρού. Μετά, πιάνοντας αγκαζέ την νύφη, από τη μία μεριά ο πατέρας και από την άλλη η μάνα, έβγαιναν έξω από την πόρτα. Τότε γυρνούσε η νύφη προς την πόρτα και προσκυνούσε 3 φορές, δηλαδή έσκυβε λίγο. Η μάνα της έριχνε ρύζι και κουφέτα που είχε σ' ένα πιάτο και το έσπαγε στο έδαφος. Μετά, την έπιαναν πάλι αγκαζέ 2 νέα άτομα, τα αδέλφια, αν είχε, ή στενός συγγενής. Τα όργανα έλεγαν το "Αφήνω γεια μανούλα μου". Πολλοί έκλαιγαν γιατί έφευγε η νύφη από τους δικούς της. Όταν έφταναν στην εκκλησία, την έπιαναν από δεξιά αγκαζέ ο γαμπρός και από αριστερά ο νουνός. Αφού γίνονταν τα στέφανα, ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα όργανα , τα νιόγαμπρα και όλοι οι συμπέθεροι.
Όταν έφταναν τα όργανα στο καινούριο σπίτι (του γαμπρού), έλεγαν το «Έβγα κυρά-κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα». Έβγαινε η πεθερά με ένα πιάτο, που περιείχε ρύζι και κουφέτα, τα οποία έριχνε πάνω στα νιόγαμπρα. Η νύφη με το τακούνι έσπαγε το πιάτο και, μετά, έμπαινε μέσα. Κατόπιν, έβαζαν την νύφη στον χορό, σε διπλή σειρά με μέσα τις γυναίκες και έξω τους άντρες, ο γαμπρός χόρευε και κρατούσε για χορό όλους του άντρες και ανάλογα η νύφη τις γυναίκες. Κατόπιν, οι συγγενείς της νύφης έφευγαν, για να γυρίσουν το βράδυ και να συμμετάσχουν στην «χαρά». Όποιος είχε την οικονομική άνεση κρατούσε τα όργανα και για το βράδυ. Όπως γινόταν το γλέντι στης νύφης το Σάββατο το βράδυ, τα ίδια γίνονταν και στου γαμπρού την Κυριακή το βράδυ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια του γλεντιού, δίπλα από τη νύφη καθόταν πάντα μια γυναίκα, που μπορεί να ήταν η αδερφή της, αν είχε ή μια εξαδέλφη της.
Τα πιο πολλά δώρα του γάμου ήταν χαλκώματα. Ταψί, κατσαρόλα, νταβάς, σουρωτήρι, γκιούμι (σκεύος με χερούλι με κάλυμμα για νερό), κανάτα και γυαλικά.
Στους αυστηρά προβλεπόμενους άγραφους κανόνες, ιδίως σε ό,τι αφορούσε την νύφη, περιλαμβανόταν και ο τρόπος, με τον οποίο εκφωνούσε τους καινούριους συγγενείς: «Πατέρα» τον πεθερό, «μάνα» την πεθερά, «αφέντη» όλους τους άρρενες, «κυρά» όλες τις γυναίκες. Απαντούσε πάντα με το «όρσε» (ορίστε) όταν την καλούσαν και απαγορευόταν να περάσει μπροστά από τους καθιστούς άντρες.
Κωνσταντίνος Κωνής
Αντιπρόεδρος Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος
- No Comments