ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ - PONTIAN WEDDING REENACTMENT
ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ, Δραπετσώνα, 8/7/2016
Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
Ανατρέχοντας στα αρχεία και τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες των ίδιων των προσφύγων του Πόντου, στα τραγούδια και στα σωζόμενα κείμενα, ανακαλύπτουμε ότι τα έθιμα, που σχετίζονταν με τον γάμο ήταν πάρα πολλά και ποίκιλλαν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την κοινωνική σύσταση, την οικονομική ευμάρεια, την ελαστικότητα ή μη του οθωμανικού καθεστώτος, την σοδειά, το τοπίο, το κλίμα και άλλους παράγοντες. Η ομάδα μας επέλεξε τα πιο χαρακτηριστικά και πιο διαδεδομένα από αυτά τα έθιμα και τα παρουσιάζει μέσα σε ένα ξεχωριστό γλέντι, με ιδιαίτερη έμφαση στην μουσική και στον χορό, όπως άλλωστε συνηθιζόταν και στον Πόντο.
Ο Γάμος, για τους Πόντιους «η Χαρά», ήταν το σημαντικότερο από τα επτά Μυστήρια της Ορθοδοξίας. Με αυτόν θεμελιωνόταν η οικογένεια, ο πυρήνας της ζωής των Ποντίων και διασφαλιζόταν η αξιοπρεπής διαβίωση του ατόμου και οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των μελών της Ποντιακής Κοινότητας. Το ιερό αυτό μυστήριο ήταν ζωτικής σημασίας για τους Πόντιους επί Τουρκοκρατίας, οπότε και οι ανύπανδροι νέοι και νέες κινδύνευαν να ατιμασθούν ή και να σφαγιασθούν. Για τον λόγο αυτό παντρεύονταν πολύ νέοι - ο νέος, το αργότερο, μέχρι τα 18 του χρόνια και η νέα μέχρι τα 15 της: «Δωδεκάχρονον κορίτσ’ για σ’ον άντραν για σ’ ον Άδ’».
Ένα τόσο σημαντικό Μυστήριο ήταν αδιανόητο να οδηγηθεί σε αποτυχία, γι’ αυτό και οι διαδικασίες για την επιτυχή τέλεσή του ξεκινούσαν από πολύ νωρίς. Τον κύριο λόγο στην επιλογή του ζευγαριού είχαν οι γονείς των νέων. Οι γονείς έδιναν αμοιβαία υπόσχεση να παντρέψουν τα παιδιά τους, όταν αυτά ήταν ακόμη πολύ μικρά. Μάλιστα, πολύ συχνά και απανταχού στον Πόντο οι γονείς χάραζαν επάνω στο ξύλο του λίκνου, της κούνιας τους, τα αρχικά των ονομάτων των δύο παιδιών, ως δέσμευση να παντρευτούν μεταξύ τους, όταν μεγαλώσουν:
«Χαράζ’νε τα κουνία», «Το χάραγμαν τη κουνί».
Όταν με το καλό πλησίαζε η ηλικία της τεκνοποιίας κι έπαιρναν οι γονείς του νέου την απόφαση να ενώσουν τις ζωές των παιδιών τους, άρχιζαν να επισκέπτονται την οικία των μελλοντικών συμπεθεριών τους ως μία εθιμοτυπική βολιδοσκόπηση της διαθεσιμότητας της κόρης. Ζητούσαν την συγκατάθεσή τους για το χέρι της νύφης, αλλά και συμφωνούσαν για την καταλληλότερη ημερομηνία. Η διαδικασία αυτή λεγόταν «Ψαλάφεμαν».
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως στην επιλογή της νύφης ή του γαμπρού οι γονείς δεν εξέταζαν την οικονομική ευρωστία, αλλά κυρίως την ευγένεια και την τιμιότητα της οικογένειας. Γι’ αυτό και στον Πόντο δεν ετίθετο διόλου θέμα προίκας της νύφης.
Οι δύο οικογένειες περίμεναν συνήθως το φθινόπωρο, για να παντρέψουν τα παιδιά τους: «Ούλ’ περιμέν’ν την άνοιξιν κι η κόρ’ το μοθοπώρ’» ( όλοι περιμένουν την άνοιξη κι η κόρη το φθινόπωρο). Ή περίμεναν και τις αρχές της άνοιξης, γιατί η θερινή περίοδος ήταν πάντα φορτωμένη με εργασίες για τη σοδειά και την συσσώρευση προμηθειών για τον χειμώνα.
Μία εβδομάδα πριν από την στέψη, οι οικογένειες έδιναν το λόγο τους για την τέλεση του γάμου, ορίζοντας την ημερομηνία επίσημα με το «λογόπαρμαν», οπότε και χάριζαν στην νύφη δώρα και γλυκά μέσα σε ταψιά: «δεν’νε τα σινία» (δένουνε τα ταψιά). Αλλά και ο πατέρας του γαμπρού έδινε στον πατέρα της νύφης τα «γανώνεα», τα κανονισμένα, ένα χρηματικό ποσό για την ετοιμασία της νύφης και του γάμου, σφραγίζοντας έτσι την συμφωνία τους να κάνουν ό,τι καλύτερο για τα παιδιά τους.
Ακολουθούσαν τα «Γαμπρολάλεα», δηλαδή η επίσκεψη του μνηστήρα στα πεθερικά του και με αφορμή αυτό μια κανονική γιορτή με δείπνο και χορό. Από αυτή τη στιγμή ξεκινούσαν και να προσκαλούν τους φίλους και συγγενείς στο γάμο. Δύο λυράρηδες με ένα μπουκάλι ρακή έβγαιναν στους δρόμους και καλούσαν όλο τον κόσμο κερνώντας τους από ένα ποτήρι.
Οι τελικές ετοιμασίες για την στέψη του «νέγαμου» και της «νεγάμσας», των νεόνυμφων, είχαν έναν αυστηρά εθιμοτυπικό χαρακτήρα με ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τις δύο οικογένειες. Ο πυρετός των ετοιμασιών ξεκινούσε από την οικία του μελλόνυμφου. Το πρωί της Κυριακής πριν από την στέψη, μέσα στο πιο ευρύχωρο δωμάτιο, το «οσπίτ», γινόταν η ιεροτελεστία του ξυρίσματος του γαμπρού. Περιτριγυρισμένος από συγγενείς και φίλους, τους «καλετέρους», ο «περπέρης», ο κουρέας, ξεκινούσε να ξυρίζει το γαμπρό, εν μέσω ασμάτων, χορών, ευχών και πειραγμάτων. Με την ευχή «καλορίζικος» από την μητέρα και το σταύρωμα στο μέτωπο με το ξυράφι, άρχιζε το ξύρισμα, που θα διαρκούσε πολλή ώρα, μιας και ο κουρέας διέκοπτε συνεχώς για να πάρει φιλοδώρημα από το γαμπρό και τον κουμπάρο, με την δικαιολογία ότι το ξυράφι δεν κόβει!
Όση ώρα έντυναν και ετοίμαζαν το γαμπρό, οι φίλοι του τραγουδούσαν ηρωικά δίστιχα για τη λεβεντιά.
Αλλά και στο σπίτι της νύφης, που θα άφηνε το πατρικό της για να ενσωματωθεί στο νέο νοικοκυριό, υπό την επίβλεψη των πεθερικών της, οι ετοιμασίες έδιναν κι έπαιρναν. Μέσω της κουμπάρας, η πεθερά της, έστελνε γλυκά, πακλαβά και πουρμά, αλλά και δώρα, υποδήματα και την νυφική καλύπτρα της, το «καμαρωτέρ’», όλα μέσα σε ταψιά, τα λεγόμενα «σινία». Από το βράδυ του Σαββάτου έως το πρωί της Κυριακής, πριν από την στέψη, μέσα στο δωμάτιό της, το «νυφείον», οι φίλες της, τα «συγκόριτσα», έβαφαν τα μαλλιά και τα δάχτυλα της μέλλουσας νύφης με «κηνά», δηλαδή χένα, ενώ, επίσης, την έπλεναν, την έντυναν, της χτένιζαν τα μαλλιά και την στόλιζαν, πάντα με τραγούδια, ευχές και παινέματα.
Κατά το κατευόδιο της κόρης, οι γονείς και όλοι οι συγγενείς τραγουδούσαν το θλιβερό τραγούδι του αποχωρισμού. Όταν πια ήταν και η νύφη έτοιμη, ερχόταν η μάνα της να την φιλήσει, να την σταυρώσει και να την καλύψει με το «καμαρωτέρ’».
Έτσι, λοιπόν, με την πολύτιμη ευχή και του πατέρα, και τον χαλύβδινο όρκο, που έπαιρναν όλοι οι νέοι στον Πόντο, να μην παρακούσουν ποτέ την βούληση της μάνας και του κύρη, γεμάτοι συγκίνηση, οι δύο γονείς έβγαζαν την θυγατέρα τους στην πόρτα του σπιτιού και όλοι μαζί κινούσαν για την εκκλησία : «Στρώστε και την στράταν ατούν ανθέα και μανουσάκια, ραντίστε ατσ’, ναι, τραντάφυλλα, μούσκον και μυρωδίας». (Στρώστε και τη στράτα του με άνθη και αμάραντα, ραντίστε τους με τριαντάφυλλα, μόσχο και ευωδιές.)
Την έναρξη του γάμου έκαναν πάντα οι οργανοπαίκτες ξεκινώντας την μουσική: λύρα/κεμεντζέ, ταούλ, άσκαυλος/τουλούμ/αγγείο, φλογέρα/ χειλιαύλι/γαβάλ. Για έναν καλό γάμο, το σημαντικότερο στοιχείο ήταν η μουσική και ο χορός : «ο γάμον θέλ’ τύμπανα κι η εγκλησία ψάλτεν». Το γλέντι ξεκινούσε από το απόγευμα της Πέμπτης και διαρκούσε ώς το πρωί της Δευτέρας, μετά την Κυριακάτικη στέψη. Ο χορός γινόταν μέσα στη μεγαλύτερη αίθουσα του σπιτιού ή στην ύπαιθρο.
Με την άφιξη του ζεύγους στο σπίτι του γαμπρού, μετά την στέψη και έπειτα από κάποια μικρά εμπόδια και πειράγματα στο δρόμο, τους υποδεχόταν πρώτη η πεθερά της νύφης, κόβοντας πάνω από το κεφάλι της έναν ολόκληρο άρτο, προς υπενθύμιση των νέων καθηκόντων της, ενώ ταυτόχρονα της πρόσφερε και μελοβούτυρο, για να είναι γλυκιά η συμπεριφορά της μέσα στο σπίτι. Έπειτα ακολουθούσε το «αποκαμάρωμαν», το ξεσκέπασμα της νύφης από το πέπλο της και το καλωσόρισμα στο νέο της σπιτικό.
Ο πρώτος χορός της γαμήλιας γιορτής, μετά την στέψη λεγόταν «Θήμισμα», από την παρήχηση του ρήματος «φημίζω». Αποτελούσε, δηλαδή, ένα εγκώμιο της νύφης και του γαμπρού, αλλά και της ένωσής τους. Τον αργό τελετουργικό αυτό χορό εκτελούσαν επτά μονοστέφανα ζευγάρια με προεξάρχοντα τον ιερέα και ουραγό τον κουμπάρο, μόνο του. Γι’ αυτό και το τραγούδι, που συνόδευε τον χορό αυτό λεγόταν «Επτά ζευγάρεα και το τεκ», δηλαδή ο ένας, ο κουμπάρος. Σε όλη την διάρκεια του χορού τραγουδούσαν, ενώ κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου και ο καθένας από μία αναμμένη λαμπάδα, αρχαία Ελληνική συνήθεια, λόγω της τέλεσης του γάμου, συνήθως, κατά το σούρουπο.
Ο τελευταίος χορός του γάμου, το Κοτσαγκέλ, έρχεται την χαραυγή της Δευτέρας. Πρώτος χορεύει ένας συγγενής, που κρατάει «έναν κοσάρα», μια κότα ως δώρο για την τελευταία πρωινή σούπα και ο χορός περνάει από τους δρόμους, για να επιστρέψουν οι καλεσμένοι στα σπίτια τους και να λήξει ο γάμος.
(Συλλογικό κείμενο του Τμήματος Ποντιακών Χορών του ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΧΑΡΑΥΓΗΣ - τους οποίους και ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση)
Read MoreΟ ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
Ανατρέχοντας στα αρχεία και τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες των ίδιων των προσφύγων του Πόντου, στα τραγούδια και στα σωζόμενα κείμενα, ανακαλύπτουμε ότι τα έθιμα, που σχετίζονταν με τον γάμο ήταν πάρα πολλά και ποίκιλλαν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την κοινωνική σύσταση, την οικονομική ευμάρεια, την ελαστικότητα ή μη του οθωμανικού καθεστώτος, την σοδειά, το τοπίο, το κλίμα και άλλους παράγοντες. Η ομάδα μας επέλεξε τα πιο χαρακτηριστικά και πιο διαδεδομένα από αυτά τα έθιμα και τα παρουσιάζει μέσα σε ένα ξεχωριστό γλέντι, με ιδιαίτερη έμφαση στην μουσική και στον χορό, όπως άλλωστε συνηθιζόταν και στον Πόντο.
Ο Γάμος, για τους Πόντιους «η Χαρά», ήταν το σημαντικότερο από τα επτά Μυστήρια της Ορθοδοξίας. Με αυτόν θεμελιωνόταν η οικογένεια, ο πυρήνας της ζωής των Ποντίων και διασφαλιζόταν η αξιοπρεπής διαβίωση του ατόμου και οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των μελών της Ποντιακής Κοινότητας. Το ιερό αυτό μυστήριο ήταν ζωτικής σημασίας για τους Πόντιους επί Τουρκοκρατίας, οπότε και οι ανύπανδροι νέοι και νέες κινδύνευαν να ατιμασθούν ή και να σφαγιασθούν. Για τον λόγο αυτό παντρεύονταν πολύ νέοι - ο νέος, το αργότερο, μέχρι τα 18 του χρόνια και η νέα μέχρι τα 15 της: «Δωδεκάχρονον κορίτσ’ για σ’ον άντραν για σ’ ον Άδ’».
Ένα τόσο σημαντικό Μυστήριο ήταν αδιανόητο να οδηγηθεί σε αποτυχία, γι’ αυτό και οι διαδικασίες για την επιτυχή τέλεσή του ξεκινούσαν από πολύ νωρίς. Τον κύριο λόγο στην επιλογή του ζευγαριού είχαν οι γονείς των νέων. Οι γονείς έδιναν αμοιβαία υπόσχεση να παντρέψουν τα παιδιά τους, όταν αυτά ήταν ακόμη πολύ μικρά. Μάλιστα, πολύ συχνά και απανταχού στον Πόντο οι γονείς χάραζαν επάνω στο ξύλο του λίκνου, της κούνιας τους, τα αρχικά των ονομάτων των δύο παιδιών, ως δέσμευση να παντρευτούν μεταξύ τους, όταν μεγαλώσουν:
«Χαράζ’νε τα κουνία», «Το χάραγμαν τη κουνί».
Όταν με το καλό πλησίαζε η ηλικία της τεκνοποιίας κι έπαιρναν οι γονείς του νέου την απόφαση να ενώσουν τις ζωές των παιδιών τους, άρχιζαν να επισκέπτονται την οικία των μελλοντικών συμπεθεριών τους ως μία εθιμοτυπική βολιδοσκόπηση της διαθεσιμότητας της κόρης. Ζητούσαν την συγκατάθεσή τους για το χέρι της νύφης, αλλά και συμφωνούσαν για την καταλληλότερη ημερομηνία. Η διαδικασία αυτή λεγόταν «Ψαλάφεμαν».
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως στην επιλογή της νύφης ή του γαμπρού οι γονείς δεν εξέταζαν την οικονομική ευρωστία, αλλά κυρίως την ευγένεια και την τιμιότητα της οικογένειας. Γι’ αυτό και στον Πόντο δεν ετίθετο διόλου θέμα προίκας της νύφης.
Οι δύο οικογένειες περίμεναν συνήθως το φθινόπωρο, για να παντρέψουν τα παιδιά τους: «Ούλ’ περιμέν’ν την άνοιξιν κι η κόρ’ το μοθοπώρ’» ( όλοι περιμένουν την άνοιξη κι η κόρη το φθινόπωρο). Ή περίμεναν και τις αρχές της άνοιξης, γιατί η θερινή περίοδος ήταν πάντα φορτωμένη με εργασίες για τη σοδειά και την συσσώρευση προμηθειών για τον χειμώνα.
Μία εβδομάδα πριν από την στέψη, οι οικογένειες έδιναν το λόγο τους για την τέλεση του γάμου, ορίζοντας την ημερομηνία επίσημα με το «λογόπαρμαν», οπότε και χάριζαν στην νύφη δώρα και γλυκά μέσα σε ταψιά: «δεν’νε τα σινία» (δένουνε τα ταψιά). Αλλά και ο πατέρας του γαμπρού έδινε στον πατέρα της νύφης τα «γανώνεα», τα κανονισμένα, ένα χρηματικό ποσό για την ετοιμασία της νύφης και του γάμου, σφραγίζοντας έτσι την συμφωνία τους να κάνουν ό,τι καλύτερο για τα παιδιά τους.
Ακολουθούσαν τα «Γαμπρολάλεα», δηλαδή η επίσκεψη του μνηστήρα στα πεθερικά του και με αφορμή αυτό μια κανονική γιορτή με δείπνο και χορό. Από αυτή τη στιγμή ξεκινούσαν και να προσκαλούν τους φίλους και συγγενείς στο γάμο. Δύο λυράρηδες με ένα μπουκάλι ρακή έβγαιναν στους δρόμους και καλούσαν όλο τον κόσμο κερνώντας τους από ένα ποτήρι.
Οι τελικές ετοιμασίες για την στέψη του «νέγαμου» και της «νεγάμσας», των νεόνυμφων, είχαν έναν αυστηρά εθιμοτυπικό χαρακτήρα με ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τις δύο οικογένειες. Ο πυρετός των ετοιμασιών ξεκινούσε από την οικία του μελλόνυμφου. Το πρωί της Κυριακής πριν από την στέψη, μέσα στο πιο ευρύχωρο δωμάτιο, το «οσπίτ», γινόταν η ιεροτελεστία του ξυρίσματος του γαμπρού. Περιτριγυρισμένος από συγγενείς και φίλους, τους «καλετέρους», ο «περπέρης», ο κουρέας, ξεκινούσε να ξυρίζει το γαμπρό, εν μέσω ασμάτων, χορών, ευχών και πειραγμάτων. Με την ευχή «καλορίζικος» από την μητέρα και το σταύρωμα στο μέτωπο με το ξυράφι, άρχιζε το ξύρισμα, που θα διαρκούσε πολλή ώρα, μιας και ο κουρέας διέκοπτε συνεχώς για να πάρει φιλοδώρημα από το γαμπρό και τον κουμπάρο, με την δικαιολογία ότι το ξυράφι δεν κόβει!
Όση ώρα έντυναν και ετοίμαζαν το γαμπρό, οι φίλοι του τραγουδούσαν ηρωικά δίστιχα για τη λεβεντιά.
Αλλά και στο σπίτι της νύφης, που θα άφηνε το πατρικό της για να ενσωματωθεί στο νέο νοικοκυριό, υπό την επίβλεψη των πεθερικών της, οι ετοιμασίες έδιναν κι έπαιρναν. Μέσω της κουμπάρας, η πεθερά της, έστελνε γλυκά, πακλαβά και πουρμά, αλλά και δώρα, υποδήματα και την νυφική καλύπτρα της, το «καμαρωτέρ’», όλα μέσα σε ταψιά, τα λεγόμενα «σινία». Από το βράδυ του Σαββάτου έως το πρωί της Κυριακής, πριν από την στέψη, μέσα στο δωμάτιό της, το «νυφείον», οι φίλες της, τα «συγκόριτσα», έβαφαν τα μαλλιά και τα δάχτυλα της μέλλουσας νύφης με «κηνά», δηλαδή χένα, ενώ, επίσης, την έπλεναν, την έντυναν, της χτένιζαν τα μαλλιά και την στόλιζαν, πάντα με τραγούδια, ευχές και παινέματα.
Κατά το κατευόδιο της κόρης, οι γονείς και όλοι οι συγγενείς τραγουδούσαν το θλιβερό τραγούδι του αποχωρισμού. Όταν πια ήταν και η νύφη έτοιμη, ερχόταν η μάνα της να την φιλήσει, να την σταυρώσει και να την καλύψει με το «καμαρωτέρ’».
Έτσι, λοιπόν, με την πολύτιμη ευχή και του πατέρα, και τον χαλύβδινο όρκο, που έπαιρναν όλοι οι νέοι στον Πόντο, να μην παρακούσουν ποτέ την βούληση της μάνας και του κύρη, γεμάτοι συγκίνηση, οι δύο γονείς έβγαζαν την θυγατέρα τους στην πόρτα του σπιτιού και όλοι μαζί κινούσαν για την εκκλησία : «Στρώστε και την στράταν ατούν ανθέα και μανουσάκια, ραντίστε ατσ’, ναι, τραντάφυλλα, μούσκον και μυρωδίας». (Στρώστε και τη στράτα του με άνθη και αμάραντα, ραντίστε τους με τριαντάφυλλα, μόσχο και ευωδιές.)
Την έναρξη του γάμου έκαναν πάντα οι οργανοπαίκτες ξεκινώντας την μουσική: λύρα/κεμεντζέ, ταούλ, άσκαυλος/τουλούμ/αγγείο, φλογέρα/ χειλιαύλι/γαβάλ. Για έναν καλό γάμο, το σημαντικότερο στοιχείο ήταν η μουσική και ο χορός : «ο γάμον θέλ’ τύμπανα κι η εγκλησία ψάλτεν». Το γλέντι ξεκινούσε από το απόγευμα της Πέμπτης και διαρκούσε ώς το πρωί της Δευτέρας, μετά την Κυριακάτικη στέψη. Ο χορός γινόταν μέσα στη μεγαλύτερη αίθουσα του σπιτιού ή στην ύπαιθρο.
Με την άφιξη του ζεύγους στο σπίτι του γαμπρού, μετά την στέψη και έπειτα από κάποια μικρά εμπόδια και πειράγματα στο δρόμο, τους υποδεχόταν πρώτη η πεθερά της νύφης, κόβοντας πάνω από το κεφάλι της έναν ολόκληρο άρτο, προς υπενθύμιση των νέων καθηκόντων της, ενώ ταυτόχρονα της πρόσφερε και μελοβούτυρο, για να είναι γλυκιά η συμπεριφορά της μέσα στο σπίτι. Έπειτα ακολουθούσε το «αποκαμάρωμαν», το ξεσκέπασμα της νύφης από το πέπλο της και το καλωσόρισμα στο νέο της σπιτικό.
Ο πρώτος χορός της γαμήλιας γιορτής, μετά την στέψη λεγόταν «Θήμισμα», από την παρήχηση του ρήματος «φημίζω». Αποτελούσε, δηλαδή, ένα εγκώμιο της νύφης και του γαμπρού, αλλά και της ένωσής τους. Τον αργό τελετουργικό αυτό χορό εκτελούσαν επτά μονοστέφανα ζευγάρια με προεξάρχοντα τον ιερέα και ουραγό τον κουμπάρο, μόνο του. Γι’ αυτό και το τραγούδι, που συνόδευε τον χορό αυτό λεγόταν «Επτά ζευγάρεα και το τεκ», δηλαδή ο ένας, ο κουμπάρος. Σε όλη την διάρκεια του χορού τραγουδούσαν, ενώ κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου και ο καθένας από μία αναμμένη λαμπάδα, αρχαία Ελληνική συνήθεια, λόγω της τέλεσης του γάμου, συνήθως, κατά το σούρουπο.
Ο τελευταίος χορός του γάμου, το Κοτσαγκέλ, έρχεται την χαραυγή της Δευτέρας. Πρώτος χορεύει ένας συγγενής, που κρατάει «έναν κοσάρα», μια κότα ως δώρο για την τελευταία πρωινή σούπα και ο χορός περνάει από τους δρόμους, για να επιστρέψουν οι καλεσμένοι στα σπίτια τους και να λήξει ο γάμος.
(Συλλογικό κείμενο του Τμήματος Ποντιακών Χορών του ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΧΑΡΑΥΓΗΣ - τους οποίους και ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση)
- No Comments