Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
Κηποθέατρο Μάνος Χατζιδάκις, Ηράκλειο, 31/8/2021
"Η Όμορφη Βοσκοπούλα" είναι δημοφιλέστατο έργο ανωνύμου συγγραφέα, σε Κρητική διάλεκτο, που τυπώθηκε 1η φορά το 1627 στη Βενετία, με δαπάνες του Κρητικού Νικολάου Δρυμητινού. Αποτελείται από 476 11σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, χωρισμένους σε 119 4στιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Το ζευγάρι έζησε λίγες ευτυχισμένες μέρες κι αποχωρίστηκε, όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός της υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει σ’ ένα μήνα, αλλά αρρώστησε και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν επέστρεψε, βρήκε μόνο τον πατέρα της κοπέλας, που του εξήγησε πως η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από την στενοχώρια της, γιατί πίστεψε πως ο αγαπημένος της την ξέχασε. Στο έργο απαντώνται όλα τα μοτίβα της Αρκαδικής Ποίησης, όπως οι ειδυλλιακές περιγραφές που δεν αντιστοιχούν με το φυσικό τοπίο της Κρήτης.
Σε μεγάλην ἐξοριά, σ’ ἕνα λαγκάδι,
μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι,
σὲ δέντρη, σὲ λειβάδια, σὲ ποτάμια,
σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια.
Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ’ ἀθισμένα,
ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα,
στὴ γῆ τὴ δροσερή, στὰ χορταράκια,
ποὺ γλυκοκιλαϊδοῦσαν τὰ πουλάκια,
πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη,
ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τζη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τζη.
Ξαθά ’σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση,
καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τζη,
κ’ ἡ φορεσιά, ποὺ φόρειεν, ἦτον ἄσπρη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρη.
Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια
κ’ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια,
γιατὶ ἔρωτες εἶχαν κ’ ἐδοξεῦγα
καὶ νὰ μὲ σαϊττέψουν ἐγυρεῦγα.
Κι ὡς μ’ εἴδασιν οἱ ἔρωτες κοντά τως
μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ’ ἄρματά τως
καὶ πιάνουσι σαΐττες καὶ βερτόνια
γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια.
Καὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐττα τως μὲ σώνει·
εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει·
τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα
καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα.
Κι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος
κ’ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ’ εἶμαι ἀποθαμένος.
Λέγει: "Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια
ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδια.
Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει
πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει
νὰ παίρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα
ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα.
Καὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση
κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύση·
ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου
λογιάζοντας πὼς νά ’ναι γιατρικό μου.
Τὸ πρόσωπό μου ξαναρραίνει πάλι,
ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρη ἀπὸ τὴ ζάλη.
Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη
τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη.
Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα
βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα·
τὰ λούλουδα κ’ οἱ ἀθοὶ μυρίζαν τόσα,
νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ’ ἐσηκῶσα.
Σ’ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν’ ἀρχίσω
κ’ εἰς εἶντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω
τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν καλωσύνη,
ὁπού ’δειξε σ’ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη.
Λέγω τση: "Σ’ εἶντα μόδο νὰ γυρέψω
τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ’ ἀντιμέψω;
Καὶ πῶς νὰ διάξω ’ς τοῦτο τὸ γομάρι,
ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη;
Τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω,
δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω
οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση
ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώση."
Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο,
λέγει μου: "Τὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο
εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο
καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω;
Ποιὸς ἄθρωπος μοῦ τό ’θελε παινέσει
καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ’χε συχωρέσει;
Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ’ εἶχε κατακρίνει,
ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη;
Κ’ οἱ πέτρες μοῦ τὸ θέλασι γογγύσει,
μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ’ εἶχ’ ἀφήσει.
Ὥς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ’ ἤθελε μισήσει,
ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση.
Ἄσπλαχνη καὶ κακὴ μ’ ἤθελαν κράζει·
ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ’ ἀτιμάζει·
τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει
κι οὐδ’ ἄθρωπος ποτὲ μοῦ ’θελε σμίγει.
Δὲν ἧτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω
καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο
μὲ ἵδρωτα, μὲ πόθο νὰ μετρήσω,
παρά τέτοιο βοσκὸ νὰ μὴ βουηθήσω.
Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ’ ὄμορφα κάλλη
εὑρέθηκε σὲ παιδεμή μεγάλη
κ’ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω,
κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω.
Μ’ ἀποὺ τὴ φχαριστιά, βοσκέ, τὴν τόση,
ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση,
σ’ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ’ ἔχεις
κ’ εἰς τὰ θελήματά σου, νὰ κατέχης.
Τσῆ ξᾶς μου μπλιὸ δὲν εἶν’ τὰ λογικά μου
νὰ πάγω ν’ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου,
μά ’χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λειβάδι,
συντροφιασμένοι νά ’μεσταν ὁμάδι."
Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάση,
πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση
μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη
κ’ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ’ρθη.
Σὰν τί χαρά ’τον τότες ἡ δική μου
καὶ τί δροσιάν, ὁπού ’δεν τὸ κορμί μου!
Ἄλλος βοσκὸς στὸν κόσμο δὲν ἐχάρη
οὐδὲ κ’ εἰς τὸ γιαλὸ χαίρεται ψάρι.
Λέγω της: τα γλυκά σου όμορφα μάτια
εκάμαν την καρδιάν μου τρία κομμάτια
κείναι βαρύ τινάς να το πιστεύση
μαχαίρι οπού λαβώση να γιατρεύση.
Μ' άς ήτον μπορετό ξετελειωμένον
να γίνη το μισθό σοu τάρχισμένον,
να τόθελε μαντέψη η όμορφιά σου
άπόψε να κοιμήθηκα κονδά σου.
Διατί μακρά 'πο δώναι η κατοικιά μου
π ' άρμέγω κάθ' αργά τα πρόβατά μου,
και δεν μπορούμε άπόψε κεί να πάμε ,
μ' άς θέσωμεν επά στα χόρτα χάμαι.
Γλυκιά μ' άπηλογάται το κοράσο
λόγια για νά χαρώ και νάγαλλιάσω
γλυκιά και ζαχαρένι' άπηλογήθη,
κεiς κείνον που της είπα μ' αποκρίθη.
Λέγει: το φως τζή μέρας λιγοσταίνει,
κι ο ήλιος, άγουρέ μου, θε να πηαίνη
τζη νύκτας το σκοτάδι μας σιμώνει
κη κρυότητα του δάσου μας πλακώνει.
Μ' ακλούθα μου λοιπόν να πα να βρούμε
επά κοντά το σπήλαιον να μπούμε,
να φας να πής και να καλοκαρδίσης,
και στρώμα φτωχικόν ν'ανακκουμπίσης.
Και θέλουμε χαρή και ξεφαντώση
με τραγούδια, με ψωμί μα και με βρώση,
και ας είναι μοναχό του το κουράδι,
και ας βόσκεται σ' αυτόνο το λιβάδι.
Και ας είναι το κουράδι μοναχόν του
και ας χαίρεται και αυτό δια το βοσκόν του,
τα πρόβατα και πίλοιπα δικά σου
ας είναι πά κοντά στα πρόβατά σου.
Με πλείσια προθυμιά κοι δυό κινούμε,
το δάσον επουδάζαμεν να βρούμε,
τα χέρια ενούς ταλλού μας εκρατούμαν
πασίχαροι τη στράτ' επορπατούμαν.
Τη στράτα περπατούμαν 'ς περβολάκι,
βρίσκω βαγιά και κόφτω ένα κλαδάκι,
κάνω γοργό πιτήδειο δαχτυλίδι
και δίδω το ατηνής και μένα αυτήνη.
Με τα παιγνίδια επηαίναμε τη στράτα,
τα δέντρη ήτον λούλουδα γιομάτα,
επέφτασιν οι ανθοί, περιχούσα,
τα κάλλη της αφέντρας μου επλουμούσα.
Έλαμπεν ο ουρανός τάστρη γεμάτος
και ο άνεμος εφύσα ο δροσάτος,
όντε στο σπήλαιο σώσαμεν αιφνίδια
με γέλια, με χαρές, με τα παιγνίδια.
Στη μια μεριά του σπήλιου 'χε χωσμένη
φωτιά από τη μέρα φυλαμένη,
σπουδάζει και την άφτει το κοράσο
με ξύλα που βαστούσ' από το δάσο.
Στου σκουτελιού τον πάτο είχε λυχνάρι,
ήτανε μια χαρά κένα καμάρι,
η πλουμιστή και άσπρη περιστέρα
οσ'άχεν εδεκεί χαρά μου 'φέρα'.
Εστράφηκα στο σπήλαιο και συντήρου
την ομορφιάν οπού'χε γύρου-γύρου
και απόξω είχε σαν περιπλοκάδι,
οπού το περιπλέξαμεν ομάδι.
Απόξω με μυρτιές, με ροσμαρίνους,
με γούδουρους, με βόλους και με κρίνους,
το είχε το κοράσιο στολισμένο,
και μύριζε το σπήλαιο το καημένο.
Πιδέξια και πιτήδεια ησάν βαλμένα,
΄σανε τα τζικάλια κρεμασμένα,
κένα χαλκωματάκι είχε κοντά της,
π' άρμεγε κάθ' αργά τα πρόβατά της.
Απάνω απ' όλα βλέπω ενά κλινάρι
πούτονε μια χαρά κένα καμάρι,
φτωχάκι, μα στρωμένο ήτον πιτήδεια
ογιά καλές καρδιές και δια παιγνίδια.
Ρωτώ την: "Αδελφούς έχεις γη κύρη,
και ποιον έχεις στο σπήλαιόν νοικοκύρη,
διατ' είδα μια κουρτέλλ' ακονισμένη
και με λουρί καινούργιο κρεμασμένη".
Λέγει μου: "Κύρην έχω γεροντάκι,
και από τα ψές επήγε στο χαράκι,
να κόψη πέτρα ογιά να κτίση μάντρα,
και μ' άφηκε, ως βλέπεις, δίχως άντρα.
Δεν έρχεται ως την άλλην εβδομάδα,
κ'έχεις τζι μέρες τούτες μοναξάδα,
εγώμαι πα στο σπήλαιο να κατέχεις.
έγνοια καμιά δι' άνθρωπον μν έχης.
Εγώ αδελφούς δεν έχω ουδέ μάννα,
είναι καιρός πολύς που αποθάνα',
εγώμαι με τον κύρην μου οι δυό μας,
ετούτο το σπήλαιον είναι δικό μας".
Πιάνει ψωμί, τυρί, χλωρή μαλάκα,
κρύον αρνίν οφτό απάνω 'ς πλάκα
οπούχε δια τραπέζι και ορδινιάζει
και με σπουδή δια δείπνον λογαριάζει.
Είχε και ξυδωτό κρασί δαμάκι
σ' ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι,
και με συγκερνά κρυό νερό και πίνει,
και απόκεις με καλεί και μένα δίνει.
Μα λέγω της: "Κυρά, κρασί δεν πίνω,
δεν τρώγω από το κριάς το κρυόν εκείνο,
ά δεν θέλη μαντέψη η ομορφιά σου
νάναι με το φιλίν το κάλεσμά σου".
Ως τάκουσε ίντα τζ' είπα, άφτει και σβύνει,
ωσάν το φασκολούλουδον εγίνη,
τα ρόδα τζη επληθύνασι, και φάνη
ωσάν εις το σκοτίδι το πυροφάνι.
Τα μάτια χαμηλώνει και μιλεί μου:
"Δεν ήτονε πρεπόν ουδέ τιμή μου
τέτοιας λογής αδιάντροπα να διάξω
μα σένα πρέπει να καταδικάσω".
Εσύ έχεις εξουσιά και πιέ και δός μου
και θεληματικώς και στανικώς μου,
και πιε όσο θες και όσο που ορίζει
διατί ποτέ μου άλλο θέλω γνωρίζει.
Ἔπιαμε μιὰ καὶ δυό∙ συγκερασμένο
ἤτονε τὸ πιοτό μας τὸ καημένο,
μὲ τὰ φιλιὰ στὸ δροσερὸν ἀέρα
καὶ μὲ τὸ πιάσε ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ τὴ χέρα.
Ὁ πρῶτος λόγος, ὁποὺ λέω στὴν κόρη:
"Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πὸ τὰ ὄρη
κ’ ἤθελα νὰ μοῦ ἔκανες τὴ χάρη
νὰ πήγαμε γοργὸν εἰς τὸ κλινάρι."
Προθυμερὰ σιμώνομε στὴν κλίνη
θέτομε ἀγκαλιασμένοι ἐγὼ κ’ ἐκείνη·
καὶ μὲ τὸ παῖξε - γέλασε ἀρχινίζει
ὅλη ἡ ἀνατολὴ νὰ κοκκινίζη.
Κ’ εἰς λίγην ὥρα βλέπομε τὸν ἥλιο
κ’ ἐξάπλωνε τσ’ ἀκτῖνες του στὸ σπήλιο·
περιλαμπὰς τὸν ἥλιο χαιρετοῦμε
καὶ πάμε τὰ κουράδια μας νὰ βροῦμε.
Καὶ πάλι τὸ βραδὺ στὸν ἴδιον τόπο
εὑρίσκομέστα μὲ πιδέξιον τρόπο,
π’ ἄθρωπος δὲν ἐμπόρει νὰ γνωρίση
οὐδὲ ποσῶς νὰ μᾶσε μολοήση.
Μά ’ρθεν ἐκείν’ ἡ ὥρα ἡ πρικαμένη,
τὸ γέροντα τὸν κύρη τζη ἀνιμένει
καὶ λέγει μου ἀποσπέρας ἡ κερά μου:
"Ταχιά, βοσκέ, νὰ σέ ’χα συντροφιά μου!
Τὸν κύρη μου ταχιὰ τὸν ἀνιμένω
κι ἀπὸ τὸ σπήλιο οὐδὲ ποσῶς ἐβγαίνω·
ἄμε καὶ σὺ στὴ μάντρα τὴ δική σου
καὶ μὲς στὸ μῆνα πάλι μοῦ θυμήσου·
ἐπὰ στὸν ἴδιον τόπο νὰ γυρίσης
οὐδὲ ποτέ σου μὴ μ’ ἀλησμονήσης,
γιατὶ τότες ὁ κύρης μου καὶ πάλι
δουλειὰν ἔχει ἐδεκεῖ νὰ κάμη κι ἄλλη."
Τὴ νύκτα κείνη θέτω πρικαμένος
μὲ λογισμὸ μεγάλον ὁ καημένος·
τὸ Θεὸν ἐπαρακάλου νὰ μ’ ἀξιώση
νὰ μὴ βιαστῆ γοργὸ νὰ ξημερώση.
Μὰ λέγω τσ’ ἄχολης μου περιστέρας:
"Πολλὰ βαραίνω πρὸς τὸ φῶς τσῆ μέρας,
γιατὶ παρὰ ποτὲ τοῦτο τὸ βράδυ
ἐβιάστη νὰ μὴ μείνωμεν ὁμάδι."
Καὶ πρὸς τὸν ἥλιο, πού ’χα πάντα θάρρος,
κλαίω μὲ παραπόνεση καὶ βάρος:
"Ὦ ἥλιε μου, πολλὴ χαρὰ ποὺ φέρνεις,
γιὰ ποιὰ ἀφορμὴν ἐμένα τήνε παίρνεις;"
Σκώνομ’ ἐγὼ πρωτύτερ’ ἀπὸ κείνη
κι ἀφήνω την κ’ ἐκείτετο στὴν κλίνη·
σιμώνω δὰ καὶ σκύφτω καὶ φιλῶ τη
καὶ μ’ ἀναστεναγμὸ ποχαιρετῶ τη:
"Γειὰ καὶ χαρὰ σ’ ἀφήνω νὰ τὴν ἔχης
καὶ κάμε, πέρδικά μου, νὰ κατέχης
κι ἂ ζήσω, μὲς στὸ μῆνα ἔρχομαι πάλι
νὰ βρῶ τ’ ἀγγελικά, ὄμορφά σου κάλλη."
Στρέφεται καὶ θωρεῖ με κι ἀρχινίζει
τὸ ριζικό τζη ν’ ἀναθεματίζη·
τὰ δάκρυά της ἄρχισαν κ’ ἐτρέχα
τὰ κοραλλένια χείλη της ἐβρέχα:
"Ἀνάθεμά σε, μοῖρα μου καημένη,
ποῦ μοῦ τὴν εἶχες τούτη φυλαμένη·
ὡς ἧψα τὸ κερί, νὰ μοῦ τὸ σβήσης,
σὲ μεγάλη σκοτάγρα νὰ μ’ ἀφήσης!"
Σηκώνεται καὶ θὲ νὰ παραγγείλη
κ’ ἐτρέμασι τὰ ζαχαρένια χείλη
κι ἀπὸ τὰ δάκρυα πασανεὶς ἐγροίκα
τὸ βάρος, ὁποὺ εἶχε καὶ τὴν πρίκα.
Καὶ λέγει μου: "Βοσκέ, ἄμε, ποὺ νά ’χης
καμάρι καὶ χαρές, ὅπου κι ἄ λάχης·
κι ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὁ νοῦς μου εἶ στὰ ξένα
νὰ ζήσω, νὰ τελειώσω μετὰ σένα.
Τσῆ ποθητῆς, ποὺ σ’ εἶχε σὰν τὸ φῶς τση
κ’ ἐδιάλεξε νὰ σ’ ἔχη σύντροφό τζη,
θυμήσου τση, μὴ τὴν ξαλησμονήσης
καὶ κάμε το γοργὸ γιὰ νὰ γυρίσης."
─ "Ὅνταν ἰδῆς τὸν κόρακα ν’ ἀσπρίση
καὶ τὸν αὐγερινὸ ν’ ἀποσπερίση,
κορμί δίχως ψυχή νὰ πορπατήση,
τότες κ’ ἐγὼ θέλω σ’ ἀλησμονήσει.
Πιὰ γλήγορα στὴ γῆ νὰ ζήση ψάρι
κι ὁ ἔρωτας νὰ χάση τὸ δοξάρι
κ’ ἡ νύκτα δίχως ἄστρα καὶ δροσούλα
παρὰ ν’ ἀφήσω τέτοια βοσκοπούλα.
Μ’ ἀπείτις μοῦ ’ναι τοῦ φτωχοῦ γραμμένο
νὰ πορπατῶ ἀπὸ δῶ, μακρὰ νὰ πηαίνω
παραγγελιὰ σ’ ἀφήνω νὰ θυμᾶσαι·
πάντα στὸ νοῦ σου μετὰ μένα νά ’σαι."
Μὲ κλάματα κ’ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ μισεύγω,
πάγω τὰ πρόβατά μου νὰ γυρεύγω
κι ἀγάλι - ἀγάλι μάκρυνα τὸν τόπο
μὲ βάσανα, μὲ πρίκες καὶ μὲ κόπο.
Μὰ πέρασεν ὁ μήνας, ἧρθ’ ἡ ὥρα
νὰ πὰ νὰ βρῶ ἐκείνη τὴν πανώρια,
μὰ θέλησεν ἡ μοῖρα μου τ’ ἀζάπη,
τὸ ριζικό μου κ’ ἡ πολλή τζη ἀγάπη
κ’ ἔπεσ’ ἀρρωστημένος στὸ κλινάρι
κ’ ἐλίγεψέ μου ἡ δύναμη κ’ ἡ χάρη,
καὶ πρίχου γιάνω, νὰ καλοτερέψω,
στράτα νὰ πορπατήσω πρὶν μπορέσω.
Ἐπέρασεν ὁ μήνας πρὶ νὰ θέσω
κ’ ἐδιάβη κι ἄλλος, ὥστε νὰ μπορέσω
νὰ πορπατήσω, νὰ σαλευγουδίσω,
νὰ πὰ νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τσῆ μιλήσω.
Μὰ μέσα ’ς τσὶ δυὸ μῆνες ἐγροικούμου
τὴ δύναμη δαμάκι τοῦ κορμιοῦ μου·
μὲ πλήσια προθυμιὰ κινῶ νὰ πάω
κρατώντας τὸ ραβδάκι ν’ ἀκουμπάω.
Μεγάλον φόβον είχα και περίσσο,
και δεν εμπόρουν να καλλιτερίσω,
διατ' ήπεσα και ράγη το σπαθί μου,
κ'ήλθα και γιάγυρα εις την αποστροφή μου.
Κέσυρε τρεις φωνές και ξήπασέ με,
όταν γλυκά κοιμούμουν ξύπνησέ με,
κήρθαν κακά σκυλιά ωσάν πνηγάρι
να φάγωσι ταρνί μου το πουλιάρι.
Εγρίκουν από το δάσο της να κλαίγη
η καθαρένια βρύση, να μου λέγη
το πως η αρρωστιά κι η άργητα μου
κάρβουνα θε να βάλουν στην καρδιά μου.
Το ΄νίμενα να μάθω και φοβούμου'
τν ώρα κείνη εγέμισέ το ο νους μου
και δεν ημπόρουν να καλοκαρδίσω,
ουδέ να ιδώ, ουδέ ν'αντρανίσω.
Φτάνω, θωρώ το σπήλαιο αραχνιασμένο,
με βούρκα, με πηλά ναμουρδωμένο,
αλλοιάς λογής με δέχτη το καημένο
παρά που μούχε πρίντης μαθημένο.
Σ’ ἑνοὺς βουνοῦ κορφή, σ’ ἕνα χαράκι
ξανοίγω καὶ θωρῶ ’να γεροντάκι
κ’ ἔβλεπε κάποια πρόβατα ὁ καημένος,
ἀδύναμος καὶ μαυροφορεμένος.
Σφυρίζω καὶ φωνάζω, χαιρετῶ τον
καὶ γιὰ τὴ βοσκοπούλ’ ἀναρωτῶ τον·
μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο τοῦ δηγούμου
καὶ τὰ δὲν ἤθελ’ ἄκουα κ’ ἐφουκρούμου.
Γροικῶ τὸ γέρο ὀμπρὸς κι ἀναστενάζει,
τὸ ριζικό, τὴ μοῖραν του ἀτιμάζει
καὶ κλαίοντας μοῦ λέγει: "Ἡ πεθυμιά σου
ἀπόθανε, δὲν εἶναι πλιὰ κοντά σου.
Γι’ αὐτείνη, ποὺ ρωτᾶς, ἦτον παιδί μου,
θάρρος μου τοῦ φτωχοῦ κι ἀπαντοχή μου,
μὰ ὁ Χάρος τὴν ἐπῆρεν ἀπ’ ὀμπρός μου
κ’ ἐθάμπωσε τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου.
Καλόκαρδή τον πάντα καὶ χαρά μου,
ἀνάπαψη πολλὴ στὰ γερατειά μου,
μὰ ὁ λογισμός, ἁπού ’χε πᾶσα βράδυ,
παράκαιρα τὴν ἔβαλε στὸν Ἅδη.
Ὁλημερνὶς κι ὁληνυκτὶς νὰ κλαίγη,
χίλια κακὰ τσῆ μοίρας τση νὰ λέγη,
σὰν τὸ κερὶ ἐλίγαινε, ὅνταν ἅφτη,
ὥστε ποὺ διάβην εἰς τὴ γῆ κ’ ἐθάφτη.
Ποτὲ τὴ νύκτα δὲν ἐθώρειεν ὕπνο
οὐδ’ ἔτρωγε τὸ γιόμα οὐδὲ τὸ δεῖπνο.
Ἔδιωχνεν ἀπ’ ὀμπρός τση τὸ κουράδι,
ποὺ τό ’χε συντροφιὰ κ’ ἦσαν ὁμάδι.
Πολλὲς φορὲς στὸν ὕπνο τζη ἐξυπᾶτο,
ἀμοναχή τζη ἐμίλειε κ’ ἐδηγᾶτο
κι ὥρα τὴ μιὰ μερὰ κι ἄλλη νὰ πιάση
ἕνα καλὸ βοσκό, πού ’χε στὰ δάση.
Ἐξύπνουν τηνε τότες κ’ ἔλεγά τζη
είντα πολλὰ βαρά ’ν τὰ ὄνειρα τζη
κ’ εἶντά ’ναι τὰ δηγᾶται καὶ τὰ λέγει
καὶ πάραυτας ἀρχίνιζε νὰ κλαίγη:
"Κύρη, μεγάλον ἄδικο μοῦ κάνεις
νὰ μὲ ξυπνᾶς καὶ νὰ μ’ ἀναθιβάνης,
τὴν ὥραν, ὅπου βλέπω στ’ ὄνειρό μου
τὸν πολυαγαπημένο τὸ βοσκό μου."
Τὰ ’ννιάμερά τζη ἦσαν ὀψές, ὑγιέ μου.
Τὴν ὥρα, ποὺ ξεψύχα, ἐμίλησέ μου·
παραγγελιὰ μ’ ἀφῆκε: "Ἐπὰ στὰ δάση
ἕνας καλὸς βοσκὸς θέλει περάσει,
μελαχρινός, λιγνὸς καὶ γελασιάρης,
νέος καὶ μαυρομάτης, διωματάρης,
καὶ θέλει σὲ ρωτήξει, ὡγιὰ νὰ μάθη
γιὰ κείνην, ὁποὺ ἀπόθανε κ’ ἐχάθη.
Καὶ νὰ τοῦ πῆς πὼς εἶν’ ἀποθαμένη,
μὰ δὲν τοῦ λησμονᾶ ποτὲ ἡ καημένη·
κι ἄς τηνὲ λυπηθῆ κι ἄς τηνὲ κλάψη,
τὰ ροῦχα του γιὰ λόγου τζη νὰ βάψη.
Τὴν ἀφορμὴ τοῦ ’πέ, πὼς τὴν ἐχάσε,
ὡσὰν εἶδε τὴ μέρα κ’ ἐπεράσε:
ζιμιὸ ἀλησμόνησέ τη τὴν καημένη·
γιὰ κεῖνο ἐθανατώθη πρικαμένη."
Καὶ ἀπὸ τὰ σουσούμια ἐκεῖνος εἶσαι
καὶ κλαίγει σε ἡ καρδιά μου καὶ πονεῖ σε,
γιατ’ ἤθελα παιδί μου νὰ σὲ κάμω
κ’ εἴχαμε μιλημένα γιὰ τὸ γάμο."
Ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου κ’ ἐθρηνᾶτο,
σὰν ἄκουσα τέτοιας λογῆς μαντᾶτο·
οὐδ’ ἔβλεπα οὐδ’ ἄκουα οὐδ’ ἐθώρου·
στὰ πόδια μου νὰ στέκω δὲν ἐμπόρου.
Κι ἀρχίνισα τὴ μοῖρα μου νὰ βρίζω,
τὸ ριζικό μου ν’ ἀναθεματίζω,
τὸν ἔρωτα τὸν ψεύτη ν’ ἀτιμάζω
καὶ μπλιὸ γιὰ τὴ ζωὴ νὰ μὴ λογιάζω:
"Κύρη γονή, νὰ ζήσης, ἀφεντάκι,
μὴ βαρεθῆς τὴ στράτα καμποσάκι
νὰ πάμε στὸ μνημούρι τσῆ κερᾶς μου,
νὰ κάμω τὸ κοντέντο τσῆ καρδιᾶς μου.
Σὲ σπήλιο σκοτεινὸ νὰ κατοικήσω,
ποτὲ παρηγοριὰ νὰ μὴ γροικήσω,
μὰ πάντα μοναχός μου νὰ γυρίζω
οὐδὲ νὰ δῶ οὐδὲ ν’ ἀναντρανίζω.
Δίχως γαμπά, ξεπόδητος νὰ πηαίνω
’ς τόπον ἀγκαθερὸ καὶ χιονισμένο,
νὰ μὲ θωροῦ γδυμνὸ κι ἀναμαλλιάρη
κι ὅλοι νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιάρη.
Γιὰ σφάλμα καὶ γιὰ πάθητα δικά μου
ἔβαλα εἰς τὸν Ἅδη τὴν κερά μου.
Νά ’χα τη φτάξει ζωντανή, νὰ μάθη
τὴν ἀρρωστιὰ καὶ τὰ πολλά μου πάθη!
Τώρα θωρῶ κι ἀλήθια μ’ ἀπαρνήθης
στ’ ἀραχνιασμένο στρῶμα, ποὺ κοιμήθης·
καὶ δὲ μπορῶ ὁ φτωχὸς νὰ σὲ ξυπνήσω,
νὰ μοῦ συντύχης καὶ νὰ σοῦ μιλήσω.
Μάτια μου, ἀφόντ’ ἐχάσετε τὸ φῶς σας
μπλιὸ λυγερὴ μηδὲν ἰδῆτε ὀμπρός σας·
καὶ ποιὰ παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ σώση,
ἀλάφρωση ’ς τσὶ πόνους μου νὰ δώση;
Φίλους καὶ συγγενεῖς θέλω μισήσει.
Δὲ θέλω νὰ σφαγῶ, μὰ θέλω ζήσει,
γιὰ νά ’χω πόνους, πρίκες καὶ λαχτάρες,
καθημερνὸ καημοὺς καὶ λιγωμάρες.
Μὰ θὲ νὰ ζιῶ καὶ θὲ νὰ παραδέρνω,
χίλιες φορὲς τὴν ὥρα νὰ ποθαίνω·
τὰ ὄρη, τὰ χαράκια νὰ μὲ φάσι
καὶ νά ’ναι ἡ κατοικιά μου μὲς στὰ δάση.
Μέρα - νύχτα νὰ κλαίω, νὰ θρηνοῦμαι,
τὰ πάθη μου στὰ ὄρη νὰ δηγοῦμαι·
νὰ κάμω τὰ θεριὰ νὰ μ’ ἀκλουθοῦσι,
νὰ κλαίου μετὰ μένα, νὰ πονοῦσι.
Μπαντούρα νὰ μὴν παίξω οὐδὲ φιαμπόλι,
’ς λειβάδι νὰ μὴ μπῶ οὐδ’ εἰς περβόλι.
Τὰ πρόβατά μου μπλιὸ νὰ μὴν ἀρμέξω,
μὰ νὰ περνῶ κακὸν καιρὸ κι ἀδέξο.
Τὸ προβατάκι τ’ ἄσπρο, τὸ μπολιάρι,
ὁπού ’χα τσῆ κερᾶς μου ἀμπολιάρει,
ἐκεῖνο μόνο νά ’χω μετὰ μένα,
νὰ πηαίνωμε τὰ δυὸ συντροφιασμένα.
Νὰ κλαίγη ἐμὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ἐγὼ τὴν κόρη,
νὰ πορπατοῦμε στὰ βουνά, στὰ ὄρη·
στὴν ἀγκαλιά μου νὰ τ’ ἀποκοιμίζω,
τὸ ριζικό μου τὸ κακὸ νὰ βρίζω.
Κ ὅντε βροντᾶ κι ἀστράφτει καὶ χιονίζει,
κανεὶς βοσκὸς στὰ ὄρη δὲ γυρίζει,
τότες ἐγὼ στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη
νὰ κλαίγω αὐτείνη τὴν πανώρια κόρη.
Κι ὅντεν ὁ ἥλιος καίει πέτρες καὶ ξύλα,
ὅλοι σιμώνου στοῦ δεντροῦ τὰ φύλλα,
τότες πάγει ὁ βοσκός, δροσιὸ γυρεύγει,
ἐγὼ νά ’μαι στὸν ἥλιο νὰ μὲ καίγη.
Νὰ μὴν ἐβγῆ βοσκὸς ἀπὸ τὸ σπήλιο,
τὰ νέφη νὰ σκεπάσουσι τὸν ἥλιο
καὶ νὰ ψυγοῦν τὰ χόρτα στὸ λειβάδι
κι ἀπὸ τὴ μάντρα νὰ μὴ βγῆ κουράδι.
Οὐδὲ πουλὶ στὸ δάσο μὴν πετάξη
καὶ τὴν αὐγὴν ὁ πετεινὸς μὴν κράξη·
καὶ τ’ ἀηδονάκι μπλιὸ μὴν κελαϊδήση
κι ἀετὸς ἄς τυφλαθῆ, μὴν κυνηγήση.
Τὴ νύκτα μὴν προβάλη τὸ φεγγάρι·
εἰς τὸ γιαλὸ νὰ μὴ βρεθῆ μπλιὸ ψάρι
κι ἄς ἀποφρύξου βρύσες καὶ ποτάμια
κι ἄς ξεραθοῦν τὰ τρυφερὰ καλάμια."
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1140
Read More"Η Όμορφη Βοσκοπούλα" είναι δημοφιλέστατο έργο ανωνύμου συγγραφέα, σε Κρητική διάλεκτο, που τυπώθηκε 1η φορά το 1627 στη Βενετία, με δαπάνες του Κρητικού Νικολάου Δρυμητινού. Αποτελείται από 476 11σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, χωρισμένους σε 119 4στιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Το ζευγάρι έζησε λίγες ευτυχισμένες μέρες κι αποχωρίστηκε, όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός της υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει σ’ ένα μήνα, αλλά αρρώστησε και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν επέστρεψε, βρήκε μόνο τον πατέρα της κοπέλας, που του εξήγησε πως η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από την στενοχώρια της, γιατί πίστεψε πως ο αγαπημένος της την ξέχασε. Στο έργο απαντώνται όλα τα μοτίβα της Αρκαδικής Ποίησης, όπως οι ειδυλλιακές περιγραφές που δεν αντιστοιχούν με το φυσικό τοπίο της Κρήτης.
Σε μεγάλην ἐξοριά, σ’ ἕνα λαγκάδι,
μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι,
σὲ δέντρη, σὲ λειβάδια, σὲ ποτάμια,
σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια.
Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ’ ἀθισμένα,
ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα,
στὴ γῆ τὴ δροσερή, στὰ χορταράκια,
ποὺ γλυκοκιλαϊδοῦσαν τὰ πουλάκια,
πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη,
ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τζη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τζη.
Ξαθά ’σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση,
καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τζη,
κ’ ἡ φορεσιά, ποὺ φόρειεν, ἦτον ἄσπρη
κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρη.
Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια
κ’ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια,
γιατὶ ἔρωτες εἶχαν κ’ ἐδοξεῦγα
καὶ νὰ μὲ σαϊττέψουν ἐγυρεῦγα.
Κι ὡς μ’ εἴδασιν οἱ ἔρωτες κοντά τως
μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ’ ἄρματά τως
καὶ πιάνουσι σαΐττες καὶ βερτόνια
γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια.
Καὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐττα τως μὲ σώνει·
εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει·
τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα
καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα.
Κι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος
κ’ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ’ εἶμαι ἀποθαμένος.
Λέγει: "Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια
ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδια.
Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει
πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει
νὰ παίρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα
ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα.
Καὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση
κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύση·
ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου
λογιάζοντας πὼς νά ’ναι γιατρικό μου.
Τὸ πρόσωπό μου ξαναρραίνει πάλι,
ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρη ἀπὸ τὴ ζάλη.
Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη
τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη.
Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα
βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα·
τὰ λούλουδα κ’ οἱ ἀθοὶ μυρίζαν τόσα,
νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη μ’ ἐσηκῶσα.
Σ’ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν’ ἀρχίσω
κ’ εἰς εἶντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω
τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν καλωσύνη,
ὁπού ’δειξε σ’ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη.
Λέγω τση: "Σ’ εἶντα μόδο νὰ γυρέψω
τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ’ ἀντιμέψω;
Καὶ πῶς νὰ διάξω ’ς τοῦτο τὸ γομάρι,
ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη;
Τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω,
δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω
οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση
ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώση."
Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο,
λέγει μου: "Τὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο
εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο
καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω;
Ποιὸς ἄθρωπος μοῦ τό ’θελε παινέσει
καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ’χε συχωρέσει;
Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ’ εἶχε κατακρίνει,
ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη;
Κ’ οἱ πέτρες μοῦ τὸ θέλασι γογγύσει,
μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ’ εἶχ’ ἀφήσει.
Ὥς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ’ ἤθελε μισήσει,
ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση.
Ἄσπλαχνη καὶ κακὴ μ’ ἤθελαν κράζει·
ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ’ ἀτιμάζει·
τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει
κι οὐδ’ ἄθρωπος ποτὲ μοῦ ’θελε σμίγει.
Δὲν ἧτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω
καὶ κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο
μὲ ἵδρωτα, μὲ πόθο νὰ μετρήσω,
παρά τέτοιο βοσκὸ νὰ μὴ βουηθήσω.
Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ’ ὄμορφα κάλλη
εὑρέθηκε σὲ παιδεμή μεγάλη
κ’ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω,
κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω.
Μ’ ἀποὺ τὴ φχαριστιά, βοσκέ, τὴν τόση,
ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση,
σ’ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ’ ἔχεις
κ’ εἰς τὰ θελήματά σου, νὰ κατέχης.
Τσῆ ξᾶς μου μπλιὸ δὲν εἶν’ τὰ λογικά μου
νὰ πάγω ν’ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου,
μά ’χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λειβάδι,
συντροφιασμένοι νά ’μεσταν ὁμάδι."
Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάση,
πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση
μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη
κ’ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ’ρθη.
Σὰν τί χαρά ’τον τότες ἡ δική μου
καὶ τί δροσιάν, ὁπού ’δεν τὸ κορμί μου!
Ἄλλος βοσκὸς στὸν κόσμο δὲν ἐχάρη
οὐδὲ κ’ εἰς τὸ γιαλὸ χαίρεται ψάρι.
Λέγω της: τα γλυκά σου όμορφα μάτια
εκάμαν την καρδιάν μου τρία κομμάτια
κείναι βαρύ τινάς να το πιστεύση
μαχαίρι οπού λαβώση να γιατρεύση.
Μ' άς ήτον μπορετό ξετελειωμένον
να γίνη το μισθό σοu τάρχισμένον,
να τόθελε μαντέψη η όμορφιά σου
άπόψε να κοιμήθηκα κονδά σου.
Διατί μακρά 'πο δώναι η κατοικιά μου
π ' άρμέγω κάθ' αργά τα πρόβατά μου,
και δεν μπορούμε άπόψε κεί να πάμε ,
μ' άς θέσωμεν επά στα χόρτα χάμαι.
Γλυκιά μ' άπηλογάται το κοράσο
λόγια για νά χαρώ και νάγαλλιάσω
γλυκιά και ζαχαρένι' άπηλογήθη,
κεiς κείνον που της είπα μ' αποκρίθη.
Λέγει: το φως τζή μέρας λιγοσταίνει,
κι ο ήλιος, άγουρέ μου, θε να πηαίνη
τζη νύκτας το σκοτάδι μας σιμώνει
κη κρυότητα του δάσου μας πλακώνει.
Μ' ακλούθα μου λοιπόν να πα να βρούμε
επά κοντά το σπήλαιον να μπούμε,
να φας να πής και να καλοκαρδίσης,
και στρώμα φτωχικόν ν'ανακκουμπίσης.
Και θέλουμε χαρή και ξεφαντώση
με τραγούδια, με ψωμί μα και με βρώση,
και ας είναι μοναχό του το κουράδι,
και ας βόσκεται σ' αυτόνο το λιβάδι.
Και ας είναι το κουράδι μοναχόν του
και ας χαίρεται και αυτό δια το βοσκόν του,
τα πρόβατα και πίλοιπα δικά σου
ας είναι πά κοντά στα πρόβατά σου.
Με πλείσια προθυμιά κοι δυό κινούμε,
το δάσον επουδάζαμεν να βρούμε,
τα χέρια ενούς ταλλού μας εκρατούμαν
πασίχαροι τη στράτ' επορπατούμαν.
Τη στράτα περπατούμαν 'ς περβολάκι,
βρίσκω βαγιά και κόφτω ένα κλαδάκι,
κάνω γοργό πιτήδειο δαχτυλίδι
και δίδω το ατηνής και μένα αυτήνη.
Με τα παιγνίδια επηαίναμε τη στράτα,
τα δέντρη ήτον λούλουδα γιομάτα,
επέφτασιν οι ανθοί, περιχούσα,
τα κάλλη της αφέντρας μου επλουμούσα.
Έλαμπεν ο ουρανός τάστρη γεμάτος
και ο άνεμος εφύσα ο δροσάτος,
όντε στο σπήλαιο σώσαμεν αιφνίδια
με γέλια, με χαρές, με τα παιγνίδια.
Στη μια μεριά του σπήλιου 'χε χωσμένη
φωτιά από τη μέρα φυλαμένη,
σπουδάζει και την άφτει το κοράσο
με ξύλα που βαστούσ' από το δάσο.
Στου σκουτελιού τον πάτο είχε λυχνάρι,
ήτανε μια χαρά κένα καμάρι,
η πλουμιστή και άσπρη περιστέρα
οσ'άχεν εδεκεί χαρά μου 'φέρα'.
Εστράφηκα στο σπήλαιο και συντήρου
την ομορφιάν οπού'χε γύρου-γύρου
και απόξω είχε σαν περιπλοκάδι,
οπού το περιπλέξαμεν ομάδι.
Απόξω με μυρτιές, με ροσμαρίνους,
με γούδουρους, με βόλους και με κρίνους,
το είχε το κοράσιο στολισμένο,
και μύριζε το σπήλαιο το καημένο.
Πιδέξια και πιτήδεια ησάν βαλμένα,
΄σανε τα τζικάλια κρεμασμένα,
κένα χαλκωματάκι είχε κοντά της,
π' άρμεγε κάθ' αργά τα πρόβατά της.
Απάνω απ' όλα βλέπω ενά κλινάρι
πούτονε μια χαρά κένα καμάρι,
φτωχάκι, μα στρωμένο ήτον πιτήδεια
ογιά καλές καρδιές και δια παιγνίδια.
Ρωτώ την: "Αδελφούς έχεις γη κύρη,
και ποιον έχεις στο σπήλαιόν νοικοκύρη,
διατ' είδα μια κουρτέλλ' ακονισμένη
και με λουρί καινούργιο κρεμασμένη".
Λέγει μου: "Κύρην έχω γεροντάκι,
και από τα ψές επήγε στο χαράκι,
να κόψη πέτρα ογιά να κτίση μάντρα,
και μ' άφηκε, ως βλέπεις, δίχως άντρα.
Δεν έρχεται ως την άλλην εβδομάδα,
κ'έχεις τζι μέρες τούτες μοναξάδα,
εγώμαι πα στο σπήλαιο να κατέχεις.
έγνοια καμιά δι' άνθρωπον μν έχης.
Εγώ αδελφούς δεν έχω ουδέ μάννα,
είναι καιρός πολύς που αποθάνα',
εγώμαι με τον κύρην μου οι δυό μας,
ετούτο το σπήλαιον είναι δικό μας".
Πιάνει ψωμί, τυρί, χλωρή μαλάκα,
κρύον αρνίν οφτό απάνω 'ς πλάκα
οπούχε δια τραπέζι και ορδινιάζει
και με σπουδή δια δείπνον λογαριάζει.
Είχε και ξυδωτό κρασί δαμάκι
σ' ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι,
και με συγκερνά κρυό νερό και πίνει,
και απόκεις με καλεί και μένα δίνει.
Μα λέγω της: "Κυρά, κρασί δεν πίνω,
δεν τρώγω από το κριάς το κρυόν εκείνο,
ά δεν θέλη μαντέψη η ομορφιά σου
νάναι με το φιλίν το κάλεσμά σου".
Ως τάκουσε ίντα τζ' είπα, άφτει και σβύνει,
ωσάν το φασκολούλουδον εγίνη,
τα ρόδα τζη επληθύνασι, και φάνη
ωσάν εις το σκοτίδι το πυροφάνι.
Τα μάτια χαμηλώνει και μιλεί μου:
"Δεν ήτονε πρεπόν ουδέ τιμή μου
τέτοιας λογής αδιάντροπα να διάξω
μα σένα πρέπει να καταδικάσω".
Εσύ έχεις εξουσιά και πιέ και δός μου
και θεληματικώς και στανικώς μου,
και πιε όσο θες και όσο που ορίζει
διατί ποτέ μου άλλο θέλω γνωρίζει.
Ἔπιαμε μιὰ καὶ δυό∙ συγκερασμένο
ἤτονε τὸ πιοτό μας τὸ καημένο,
μὲ τὰ φιλιὰ στὸ δροσερὸν ἀέρα
καὶ μὲ τὸ πιάσε ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ τὴ χέρα.
Ὁ πρῶτος λόγος, ὁποὺ λέω στὴν κόρη:
"Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πὸ τὰ ὄρη
κ’ ἤθελα νὰ μοῦ ἔκανες τὴ χάρη
νὰ πήγαμε γοργὸν εἰς τὸ κλινάρι."
Προθυμερὰ σιμώνομε στὴν κλίνη
θέτομε ἀγκαλιασμένοι ἐγὼ κ’ ἐκείνη·
καὶ μὲ τὸ παῖξε - γέλασε ἀρχινίζει
ὅλη ἡ ἀνατολὴ νὰ κοκκινίζη.
Κ’ εἰς λίγην ὥρα βλέπομε τὸν ἥλιο
κ’ ἐξάπλωνε τσ’ ἀκτῖνες του στὸ σπήλιο·
περιλαμπὰς τὸν ἥλιο χαιρετοῦμε
καὶ πάμε τὰ κουράδια μας νὰ βροῦμε.
Καὶ πάλι τὸ βραδὺ στὸν ἴδιον τόπο
εὑρίσκομέστα μὲ πιδέξιον τρόπο,
π’ ἄθρωπος δὲν ἐμπόρει νὰ γνωρίση
οὐδὲ ποσῶς νὰ μᾶσε μολοήση.
Μά ’ρθεν ἐκείν’ ἡ ὥρα ἡ πρικαμένη,
τὸ γέροντα τὸν κύρη τζη ἀνιμένει
καὶ λέγει μου ἀποσπέρας ἡ κερά μου:
"Ταχιά, βοσκέ, νὰ σέ ’χα συντροφιά μου!
Τὸν κύρη μου ταχιὰ τὸν ἀνιμένω
κι ἀπὸ τὸ σπήλιο οὐδὲ ποσῶς ἐβγαίνω·
ἄμε καὶ σὺ στὴ μάντρα τὴ δική σου
καὶ μὲς στὸ μῆνα πάλι μοῦ θυμήσου·
ἐπὰ στὸν ἴδιον τόπο νὰ γυρίσης
οὐδὲ ποτέ σου μὴ μ’ ἀλησμονήσης,
γιατὶ τότες ὁ κύρης μου καὶ πάλι
δουλειὰν ἔχει ἐδεκεῖ νὰ κάμη κι ἄλλη."
Τὴ νύκτα κείνη θέτω πρικαμένος
μὲ λογισμὸ μεγάλον ὁ καημένος·
τὸ Θεὸν ἐπαρακάλου νὰ μ’ ἀξιώση
νὰ μὴ βιαστῆ γοργὸ νὰ ξημερώση.
Μὰ λέγω τσ’ ἄχολης μου περιστέρας:
"Πολλὰ βαραίνω πρὸς τὸ φῶς τσῆ μέρας,
γιατὶ παρὰ ποτὲ τοῦτο τὸ βράδυ
ἐβιάστη νὰ μὴ μείνωμεν ὁμάδι."
Καὶ πρὸς τὸν ἥλιο, πού ’χα πάντα θάρρος,
κλαίω μὲ παραπόνεση καὶ βάρος:
"Ὦ ἥλιε μου, πολλὴ χαρὰ ποὺ φέρνεις,
γιὰ ποιὰ ἀφορμὴν ἐμένα τήνε παίρνεις;"
Σκώνομ’ ἐγὼ πρωτύτερ’ ἀπὸ κείνη
κι ἀφήνω την κ’ ἐκείτετο στὴν κλίνη·
σιμώνω δὰ καὶ σκύφτω καὶ φιλῶ τη
καὶ μ’ ἀναστεναγμὸ ποχαιρετῶ τη:
"Γειὰ καὶ χαρὰ σ’ ἀφήνω νὰ τὴν ἔχης
καὶ κάμε, πέρδικά μου, νὰ κατέχης
κι ἂ ζήσω, μὲς στὸ μῆνα ἔρχομαι πάλι
νὰ βρῶ τ’ ἀγγελικά, ὄμορφά σου κάλλη."
Στρέφεται καὶ θωρεῖ με κι ἀρχινίζει
τὸ ριζικό τζη ν’ ἀναθεματίζη·
τὰ δάκρυά της ἄρχισαν κ’ ἐτρέχα
τὰ κοραλλένια χείλη της ἐβρέχα:
"Ἀνάθεμά σε, μοῖρα μου καημένη,
ποῦ μοῦ τὴν εἶχες τούτη φυλαμένη·
ὡς ἧψα τὸ κερί, νὰ μοῦ τὸ σβήσης,
σὲ μεγάλη σκοτάγρα νὰ μ’ ἀφήσης!"
Σηκώνεται καὶ θὲ νὰ παραγγείλη
κ’ ἐτρέμασι τὰ ζαχαρένια χείλη
κι ἀπὸ τὰ δάκρυα πασανεὶς ἐγροίκα
τὸ βάρος, ὁποὺ εἶχε καὶ τὴν πρίκα.
Καὶ λέγει μου: "Βοσκέ, ἄμε, ποὺ νά ’χης
καμάρι καὶ χαρές, ὅπου κι ἄ λάχης·
κι ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὁ νοῦς μου εἶ στὰ ξένα
νὰ ζήσω, νὰ τελειώσω μετὰ σένα.
Τσῆ ποθητῆς, ποὺ σ’ εἶχε σὰν τὸ φῶς τση
κ’ ἐδιάλεξε νὰ σ’ ἔχη σύντροφό τζη,
θυμήσου τση, μὴ τὴν ξαλησμονήσης
καὶ κάμε το γοργὸ γιὰ νὰ γυρίσης."
─ "Ὅνταν ἰδῆς τὸν κόρακα ν’ ἀσπρίση
καὶ τὸν αὐγερινὸ ν’ ἀποσπερίση,
κορμί δίχως ψυχή νὰ πορπατήση,
τότες κ’ ἐγὼ θέλω σ’ ἀλησμονήσει.
Πιὰ γλήγορα στὴ γῆ νὰ ζήση ψάρι
κι ὁ ἔρωτας νὰ χάση τὸ δοξάρι
κ’ ἡ νύκτα δίχως ἄστρα καὶ δροσούλα
παρὰ ν’ ἀφήσω τέτοια βοσκοπούλα.
Μ’ ἀπείτις μοῦ ’ναι τοῦ φτωχοῦ γραμμένο
νὰ πορπατῶ ἀπὸ δῶ, μακρὰ νὰ πηαίνω
παραγγελιὰ σ’ ἀφήνω νὰ θυμᾶσαι·
πάντα στὸ νοῦ σου μετὰ μένα νά ’σαι."
Μὲ κλάματα κ’ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ μισεύγω,
πάγω τὰ πρόβατά μου νὰ γυρεύγω
κι ἀγάλι - ἀγάλι μάκρυνα τὸν τόπο
μὲ βάσανα, μὲ πρίκες καὶ μὲ κόπο.
Μὰ πέρασεν ὁ μήνας, ἧρθ’ ἡ ὥρα
νὰ πὰ νὰ βρῶ ἐκείνη τὴν πανώρια,
μὰ θέλησεν ἡ μοῖρα μου τ’ ἀζάπη,
τὸ ριζικό μου κ’ ἡ πολλή τζη ἀγάπη
κ’ ἔπεσ’ ἀρρωστημένος στὸ κλινάρι
κ’ ἐλίγεψέ μου ἡ δύναμη κ’ ἡ χάρη,
καὶ πρίχου γιάνω, νὰ καλοτερέψω,
στράτα νὰ πορπατήσω πρὶν μπορέσω.
Ἐπέρασεν ὁ μήνας πρὶ νὰ θέσω
κ’ ἐδιάβη κι ἄλλος, ὥστε νὰ μπορέσω
νὰ πορπατήσω, νὰ σαλευγουδίσω,
νὰ πὰ νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τσῆ μιλήσω.
Μὰ μέσα ’ς τσὶ δυὸ μῆνες ἐγροικούμου
τὴ δύναμη δαμάκι τοῦ κορμιοῦ μου·
μὲ πλήσια προθυμιὰ κινῶ νὰ πάω
κρατώντας τὸ ραβδάκι ν’ ἀκουμπάω.
Μεγάλον φόβον είχα και περίσσο,
και δεν εμπόρουν να καλλιτερίσω,
διατ' ήπεσα και ράγη το σπαθί μου,
κ'ήλθα και γιάγυρα εις την αποστροφή μου.
Κέσυρε τρεις φωνές και ξήπασέ με,
όταν γλυκά κοιμούμουν ξύπνησέ με,
κήρθαν κακά σκυλιά ωσάν πνηγάρι
να φάγωσι ταρνί μου το πουλιάρι.
Εγρίκουν από το δάσο της να κλαίγη
η καθαρένια βρύση, να μου λέγη
το πως η αρρωστιά κι η άργητα μου
κάρβουνα θε να βάλουν στην καρδιά μου.
Το ΄νίμενα να μάθω και φοβούμου'
τν ώρα κείνη εγέμισέ το ο νους μου
και δεν ημπόρουν να καλοκαρδίσω,
ουδέ να ιδώ, ουδέ ν'αντρανίσω.
Φτάνω, θωρώ το σπήλαιο αραχνιασμένο,
με βούρκα, με πηλά ναμουρδωμένο,
αλλοιάς λογής με δέχτη το καημένο
παρά που μούχε πρίντης μαθημένο.
Σ’ ἑνοὺς βουνοῦ κορφή, σ’ ἕνα χαράκι
ξανοίγω καὶ θωρῶ ’να γεροντάκι
κ’ ἔβλεπε κάποια πρόβατα ὁ καημένος,
ἀδύναμος καὶ μαυροφορεμένος.
Σφυρίζω καὶ φωνάζω, χαιρετῶ τον
καὶ γιὰ τὴ βοσκοπούλ’ ἀναρωτῶ τον·
μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο τοῦ δηγούμου
καὶ τὰ δὲν ἤθελ’ ἄκουα κ’ ἐφουκρούμου.
Γροικῶ τὸ γέρο ὀμπρὸς κι ἀναστενάζει,
τὸ ριζικό, τὴ μοῖραν του ἀτιμάζει
καὶ κλαίοντας μοῦ λέγει: "Ἡ πεθυμιά σου
ἀπόθανε, δὲν εἶναι πλιὰ κοντά σου.
Γι’ αὐτείνη, ποὺ ρωτᾶς, ἦτον παιδί μου,
θάρρος μου τοῦ φτωχοῦ κι ἀπαντοχή μου,
μὰ ὁ Χάρος τὴν ἐπῆρεν ἀπ’ ὀμπρός μου
κ’ ἐθάμπωσε τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου.
Καλόκαρδή τον πάντα καὶ χαρά μου,
ἀνάπαψη πολλὴ στὰ γερατειά μου,
μὰ ὁ λογισμός, ἁπού ’χε πᾶσα βράδυ,
παράκαιρα τὴν ἔβαλε στὸν Ἅδη.
Ὁλημερνὶς κι ὁληνυκτὶς νὰ κλαίγη,
χίλια κακὰ τσῆ μοίρας τση νὰ λέγη,
σὰν τὸ κερὶ ἐλίγαινε, ὅνταν ἅφτη,
ὥστε ποὺ διάβην εἰς τὴ γῆ κ’ ἐθάφτη.
Ποτὲ τὴ νύκτα δὲν ἐθώρειεν ὕπνο
οὐδ’ ἔτρωγε τὸ γιόμα οὐδὲ τὸ δεῖπνο.
Ἔδιωχνεν ἀπ’ ὀμπρός τση τὸ κουράδι,
ποὺ τό ’χε συντροφιὰ κ’ ἦσαν ὁμάδι.
Πολλὲς φορὲς στὸν ὕπνο τζη ἐξυπᾶτο,
ἀμοναχή τζη ἐμίλειε κ’ ἐδηγᾶτο
κι ὥρα τὴ μιὰ μερὰ κι ἄλλη νὰ πιάση
ἕνα καλὸ βοσκό, πού ’χε στὰ δάση.
Ἐξύπνουν τηνε τότες κ’ ἔλεγά τζη
είντα πολλὰ βαρά ’ν τὰ ὄνειρα τζη
κ’ εἶντά ’ναι τὰ δηγᾶται καὶ τὰ λέγει
καὶ πάραυτας ἀρχίνιζε νὰ κλαίγη:
"Κύρη, μεγάλον ἄδικο μοῦ κάνεις
νὰ μὲ ξυπνᾶς καὶ νὰ μ’ ἀναθιβάνης,
τὴν ὥραν, ὅπου βλέπω στ’ ὄνειρό μου
τὸν πολυαγαπημένο τὸ βοσκό μου."
Τὰ ’ννιάμερά τζη ἦσαν ὀψές, ὑγιέ μου.
Τὴν ὥρα, ποὺ ξεψύχα, ἐμίλησέ μου·
παραγγελιὰ μ’ ἀφῆκε: "Ἐπὰ στὰ δάση
ἕνας καλὸς βοσκὸς θέλει περάσει,
μελαχρινός, λιγνὸς καὶ γελασιάρης,
νέος καὶ μαυρομάτης, διωματάρης,
καὶ θέλει σὲ ρωτήξει, ὡγιὰ νὰ μάθη
γιὰ κείνην, ὁποὺ ἀπόθανε κ’ ἐχάθη.
Καὶ νὰ τοῦ πῆς πὼς εἶν’ ἀποθαμένη,
μὰ δὲν τοῦ λησμονᾶ ποτὲ ἡ καημένη·
κι ἄς τηνὲ λυπηθῆ κι ἄς τηνὲ κλάψη,
τὰ ροῦχα του γιὰ λόγου τζη νὰ βάψη.
Τὴν ἀφορμὴ τοῦ ’πέ, πὼς τὴν ἐχάσε,
ὡσὰν εἶδε τὴ μέρα κ’ ἐπεράσε:
ζιμιὸ ἀλησμόνησέ τη τὴν καημένη·
γιὰ κεῖνο ἐθανατώθη πρικαμένη."
Καὶ ἀπὸ τὰ σουσούμια ἐκεῖνος εἶσαι
καὶ κλαίγει σε ἡ καρδιά μου καὶ πονεῖ σε,
γιατ’ ἤθελα παιδί μου νὰ σὲ κάμω
κ’ εἴχαμε μιλημένα γιὰ τὸ γάμο."
Ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου κ’ ἐθρηνᾶτο,
σὰν ἄκουσα τέτοιας λογῆς μαντᾶτο·
οὐδ’ ἔβλεπα οὐδ’ ἄκουα οὐδ’ ἐθώρου·
στὰ πόδια μου νὰ στέκω δὲν ἐμπόρου.
Κι ἀρχίνισα τὴ μοῖρα μου νὰ βρίζω,
τὸ ριζικό μου ν’ ἀναθεματίζω,
τὸν ἔρωτα τὸν ψεύτη ν’ ἀτιμάζω
καὶ μπλιὸ γιὰ τὴ ζωὴ νὰ μὴ λογιάζω:
"Κύρη γονή, νὰ ζήσης, ἀφεντάκι,
μὴ βαρεθῆς τὴ στράτα καμποσάκι
νὰ πάμε στὸ μνημούρι τσῆ κερᾶς μου,
νὰ κάμω τὸ κοντέντο τσῆ καρδιᾶς μου.
Σὲ σπήλιο σκοτεινὸ νὰ κατοικήσω,
ποτὲ παρηγοριὰ νὰ μὴ γροικήσω,
μὰ πάντα μοναχός μου νὰ γυρίζω
οὐδὲ νὰ δῶ οὐδὲ ν’ ἀναντρανίζω.
Δίχως γαμπά, ξεπόδητος νὰ πηαίνω
’ς τόπον ἀγκαθερὸ καὶ χιονισμένο,
νὰ μὲ θωροῦ γδυμνὸ κι ἀναμαλλιάρη
κι ὅλοι νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιάρη.
Γιὰ σφάλμα καὶ γιὰ πάθητα δικά μου
ἔβαλα εἰς τὸν Ἅδη τὴν κερά μου.
Νά ’χα τη φτάξει ζωντανή, νὰ μάθη
τὴν ἀρρωστιὰ καὶ τὰ πολλά μου πάθη!
Τώρα θωρῶ κι ἀλήθια μ’ ἀπαρνήθης
στ’ ἀραχνιασμένο στρῶμα, ποὺ κοιμήθης·
καὶ δὲ μπορῶ ὁ φτωχὸς νὰ σὲ ξυπνήσω,
νὰ μοῦ συντύχης καὶ νὰ σοῦ μιλήσω.
Μάτια μου, ἀφόντ’ ἐχάσετε τὸ φῶς σας
μπλιὸ λυγερὴ μηδὲν ἰδῆτε ὀμπρός σας·
καὶ ποιὰ παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ σώση,
ἀλάφρωση ’ς τσὶ πόνους μου νὰ δώση;
Φίλους καὶ συγγενεῖς θέλω μισήσει.
Δὲ θέλω νὰ σφαγῶ, μὰ θέλω ζήσει,
γιὰ νά ’χω πόνους, πρίκες καὶ λαχτάρες,
καθημερνὸ καημοὺς καὶ λιγωμάρες.
Μὰ θὲ νὰ ζιῶ καὶ θὲ νὰ παραδέρνω,
χίλιες φορὲς τὴν ὥρα νὰ ποθαίνω·
τὰ ὄρη, τὰ χαράκια νὰ μὲ φάσι
καὶ νά ’ναι ἡ κατοικιά μου μὲς στὰ δάση.
Μέρα - νύχτα νὰ κλαίω, νὰ θρηνοῦμαι,
τὰ πάθη μου στὰ ὄρη νὰ δηγοῦμαι·
νὰ κάμω τὰ θεριὰ νὰ μ’ ἀκλουθοῦσι,
νὰ κλαίου μετὰ μένα, νὰ πονοῦσι.
Μπαντούρα νὰ μὴν παίξω οὐδὲ φιαμπόλι,
’ς λειβάδι νὰ μὴ μπῶ οὐδ’ εἰς περβόλι.
Τὰ πρόβατά μου μπλιὸ νὰ μὴν ἀρμέξω,
μὰ νὰ περνῶ κακὸν καιρὸ κι ἀδέξο.
Τὸ προβατάκι τ’ ἄσπρο, τὸ μπολιάρι,
ὁπού ’χα τσῆ κερᾶς μου ἀμπολιάρει,
ἐκεῖνο μόνο νά ’χω μετὰ μένα,
νὰ πηαίνωμε τὰ δυὸ συντροφιασμένα.
Νὰ κλαίγη ἐμὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ἐγὼ τὴν κόρη,
νὰ πορπατοῦμε στὰ βουνά, στὰ ὄρη·
στὴν ἀγκαλιά μου νὰ τ’ ἀποκοιμίζω,
τὸ ριζικό μου τὸ κακὸ νὰ βρίζω.
Κ ὅντε βροντᾶ κι ἀστράφτει καὶ χιονίζει,
κανεὶς βοσκὸς στὰ ὄρη δὲ γυρίζει,
τότες ἐγὼ στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη
νὰ κλαίγω αὐτείνη τὴν πανώρια κόρη.
Κι ὅντεν ὁ ἥλιος καίει πέτρες καὶ ξύλα,
ὅλοι σιμώνου στοῦ δεντροῦ τὰ φύλλα,
τότες πάγει ὁ βοσκός, δροσιὸ γυρεύγει,
ἐγὼ νά ’μαι στὸν ἥλιο νὰ μὲ καίγη.
Νὰ μὴν ἐβγῆ βοσκὸς ἀπὸ τὸ σπήλιο,
τὰ νέφη νὰ σκεπάσουσι τὸν ἥλιο
καὶ νὰ ψυγοῦν τὰ χόρτα στὸ λειβάδι
κι ἀπὸ τὴ μάντρα νὰ μὴ βγῆ κουράδι.
Οὐδὲ πουλὶ στὸ δάσο μὴν πετάξη
καὶ τὴν αὐγὴν ὁ πετεινὸς μὴν κράξη·
καὶ τ’ ἀηδονάκι μπλιὸ μὴν κελαϊδήση
κι ἀετὸς ἄς τυφλαθῆ, μὴν κυνηγήση.
Τὴ νύκτα μὴν προβάλη τὸ φεγγάρι·
εἰς τὸ γιαλὸ νὰ μὴ βρεθῆ μπλιὸ ψάρι
κι ἄς ἀποφρύξου βρύσες καὶ ποτάμια
κι ἄς ξεραθοῦν τὰ τρυφερὰ καλάμια."
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1140
- No Comments